Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2009

Όνειρα Μόβ Νυχτός εναντίον πραγματικότητας


Σαν από άμυνα ο οργανισμός μου έκλεισε. Σα να πάτησα το off… κοιμήθηκα στο πάτωμα …δίπλα στο αφρίζον πτώμα του Αβενήρ.

Αυτή τη φορά είδα όνειρο. Είδα ένα γέρο. Έμοιαζε με το Δρ Μέγκελο. Τον είδα να κάνει επέμβαση σε μία γυναίκα. Μία γυναίκα που μου φάνηκε γνωστή. Μια γυναίκα που ένιωσα δική μου. Σαν να είχαμε περάσει μία ολόκληρη ζωή μαζί. Αντί για νυστέρι χρησιμοποιούσε ψαλίδι καθώς της άνοιγε τη κοιλιά. Έβγαλε από μέσα ένα έμβρυο. Το έδωσε στη μαία. Η μαία σε μία άλλη μαία και αυτή το έβαλε μέσα σε ένα μεγάλο πιάτο. Το πιάτο το έβαλαν στην άκρη του δωματίου, δίπλα στο τοίχο. Εκεί υπήρχε μία τρύπα, σαν πόρτα από σπιτάκι σκύλου. Ήταν πόρτα , αλλά όχι από σπιτάκι σκύλου. Ήταν σκοτεινή, αλλά κάτι σαν ένα καντήλι έκαιγε εκεί μέσα. Δύο μοβ χέρια με μεγάλα βρώμικα νύχια βγήκαν και έπιασαν το μωρό. Σκέφτηκα ότι θα ακολουθούσε κάτι φανταστικά άσχημο…..και είχα δίκιο. Τα χέρια άρχισαν να διαμελίζουν το μωρό ενώ αυτό ούρλιαζε. Έκοβαν κομμάτια σάρκας και τα έπαιρναν μέσα στη τρύπα, σαν ένα μοχθηρό ζώο που κατασπαράζει το θήραμά του. Μπορούσα να ακούσω το γρύλισμα του ζώου. Η επόμενη κραυγή ήταν δική μου. …..Ξύπνησα……

Το τηλέφωνο χτυπούσε σα δαιμονισμένο. Το σήκωσα:

- Ναι…καλησπέρα.
- Ποιος είναι?
- Είχατε βάλει μια αγγελία για ψάρεμα καρχαρία.
- Ναι…και?
- Πιάσανε έναν μεγάλο στη Κέρκυρα. Και περιμένω από στιγμή σε στιγμή να μου τον φέρουν Αθήνα. Θα τον πουλήσω 14 ευρώ το κιλό. Να σας κρατήσω?
- Κράτησε μου το κεφάλι.
- Τι?
- Το κεφάλι…

Έριξα λίγο κρύο νερό στο πρόσωπό μου. Πήρα το πτώμα του Αβενήρ και το έβαλα κάτω από τις τάβλες του πατώματος. Κρίμα φίλε… είχα σχέδια για σένα. Θα κατατρόπωνες τον εχθρό, και θα το έκανες καλά…

Έφυγα από το σπίτι και πήγα στη διεύθυνση που μου έδωσε ο ψαράς. Ήδη είχε κόψει το κεφάλι και το φυλούσε στο πάγο. Με 100 ευρώ κάναμε τα δουλειά μας.

Γύρισα σπίτι. Πριν προλάβω να κάτσω χτύπησε η πόρτα. Ήταν ο γιατρός.

- Πέρνα. Έχεις δουλειά.
- Τι δουλειά?
- Ήρθε η ώρα να μου εμφυτεύσεις τα αισθητήρια όργανα στο πρόσωπο. Έτσι θα μπορώ να τους βλέπω χωρίς μάτια.
- Ποιους αγόρι μου?
- Αυτούς που μου άφησαν το σημείωμα.

Σαστισμένος τον έπιασα από το χέρι και τον πήγα στο κουτί με τον πάγο όπου φυλούσα το κεφάλι του καρχαρία. Μάλλον δε θυμόταν. Γέρος άνθρωπος . Τι περιμένεις?

- Τον αιχμάλωτό σου τι τον έκανες?
- Εννοείς τον Αβενήρ? Δεν ήταν αιχμάλωτος. Ήταν ο εκλεκτός.
- Και πού είναι?
- Είναι κάτω από το πάτωμα, στο μέσα δωμάτιο. Τι τον θές?
- Τι κάνει κάτω από το πάτωμα?
- Ήταν λίγο ανυπάκουος. Λύθηκε και με έδειρε άσχημα. Μετά ήπιε κατά λάθος βιτριόλι και πέθανε. Τον έχωσα κάτω από τις τάβλες πριν μυρίσει.

Ο Μένγκελος έδειχνε αποσβολωμένος. Κάτι δε μου άρεσε στο ύφος του γέρου. Είχε κάτι το ύποπτο. Θα έλεγα ότι φερόταν σα μπάτσος. Ή σαν καρφί που έχει φωνάξει τους……..
Ενας δυνατός θόρυβος…
ΑΚΙΝΗΤΟΣ!!!!!. ΒΑΛΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ!!!!

Η πόρτα έσπασε και το δωμάτιο γέμισε με δαύτους. Άντρακλες όλοι με τα αυτόματα και τα αλεξίσφαιρα γιλέκα τους. Έκανα να τρέξω προς τα πίσω. Ένα βαρύ κομμάτι μέταλλο με χτύπησε πίσω από το κεφάλι. Έπεσα ανάσκελα. Η τελευταία εικόνα πρίν λιποθυμήσω… ένας τύπος με full face μάσκα… τον είπα αδερφάρα…και μετά λιποθύμησα.

Γαμημένε γιατρέ. Είχα όνειρα και για σένα. Τι απέγιναν οι πιστοί συνεργάτες σε αυτό τον κόσμο? Μάλλον θα πρέπει να τα κάνω όλα μόνος μου…

Πέρασε ένα απροσδιόριστο χρονικό διάστημα. Ξύπνησα σε ένα μισοσκότείνο γραφείο από ένα κουβά νερό τον οποίο κάποιος θεώρησε σωστό να μου ρίξει στη μούρη. Μπροστά μου στεκόταν ο δρ. Μένγκελος.

Στην αρχή πίστεψα ότι βρισκόμουν στα κεντρικά της Αστυνομίας. Μετά είδα ότι πίσω από τον γιατρό, πάνω στον τοίχο κρεμόταν ένα κάδρο του Παπαδόπουλου.
Μάλιστα. Κάποιου είδους παραστρατιωτική οργάνωση.

- Τι έγινε ρε παιδιά? Κάνατε επανάσταση?
- Κλείσε το στόμα σου. Σου είπα τα βασικά χθές. Σήμερα θα ακούσεις και τα υπόλοιπα. Δε ξέρω τι έγινε αλλά κάπως έλαβες ένα μήνυμα που έγραψα πρίν 10 μέρες στο ημερολόγιό της οργάνωσής μας.
- Ποια είναι η οργάνωσή σας?
- Την ημέρα που είδα τον Κορφατζή, κάλεσα κάτι δικά μου παιδιά από τις Ειδικές Δυνάμεις σπίτι μου. Ήξερα ότι θα έρθει, και ήξερα ότι θα είναι την ίδια νύχτα. Καθόμασταν και τον περιμέναμε στο σαλόνι. Περίπου στις 3:00 τα χαράματα, πήγα στο μπαλκόνι. Άκουσα ένα θόρυβο δίπλα μου… ήταν αυτός. Με άρπαξε απ το λαιμό. Τα παιδιά άδειασαν ότι όπλο είχαν πάνω του … το κορμί του έγινε ένας σάκος από μολύβι. Έπεσε κάτω…τρύπιος σα κόσκινο, ένα κορμί ξεσκισμένο. Από τις τρύπες στο σώμα του έβλεπα το μαρμάρινο πάτωμα…και αυτός ακόμα μιλούσε και μιλούσε …και έλεγε πράγματα που δεν πιστεύαμε…προφητείες…ερμηνείες…έχωσα το χέρι μου στο τρύπιο στέρνο του και ξερίζωσα τον αδένα... εκεί βαθιά , ανάμεσα στα πνευμόνια του. Τότε έβγαλε τη τελευταία του πνοή…σταμάτησε να μιλάει ο Κορφατζής. Έξι μέρες και έξι νύχτες τον μελέτησα ώσπου να καταλάβω ότι δεν υπήρχε ιατρικό νόημα σε αυτό το εύρημα. Τελικά, όντως υπάρχουν πράγματα που δε μπορούμε να εξηγήσουμε. Τα τέστ έδειξαν μη οργανικούς ιστούς, δεν ήταν σάρκα, σαν ένα μέταλλο που δεν έχουμε ανακαλύψει ακόμα…ένα μέταλλο εξώκοσμο αλλά ζωντανό, με μόρια δραστήρια, πρωτοφανή.
- Ποια ήταν τα τελευταία του λόγια?
- Αυτό δεν έχει σημασία για την ώρα. ‘Εχω κρατήσει καλές σημειώσεις πάντως.
- Τον αδένα τι τον έκανες?
- Ένα μικρό κομμάτι εμφύτευσα στα πνευμόνια μου…και είδα όλα αυτά που κανείς ποτέ δεν είδε εδώ και δεκάδες χιλιάδες χρόνια. Το υπόλοιπο το φύλαξα. Και τώρα θα δεχτείς και σύ το φως.

Ένα απότομο τσίμπημα βελόνας στο λαιμό με έστειλε για ύπνο. Ποιος ξέρει τι θα είμαι όταν ξυπνήσω? Ήλπιζα να βρώ κάποιον να μου εμφυτεύσει τους ηλεκτροδέκτες του καρχαρία. Μάλλον βρήκα περισσότερα από όσα έψαχνα. Όλα έσβησαν…πάλι.