Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2010

۝ җ ﻛﻙ : Κανείς τους δεν ήξερε...


... ξύπνησαν στο αμπάρι ενός πολεμικού υποβρυχείου κοντά στο Βόρειο Πόλο. Όλοι είχαν πρωινές δουλειές. Μα τώρα είχαν ξυπνήσει με φούμο στα μάγουλα, full εξαρτήσεις και οπλισμό που θα ανατίναζε μία ολόκληρη πόλη. Στα αρνητικά του πράγματος είναι το εξής:

Κανείς τους δε γνώριζε οτι ήταν robot.

Πλαστές αναμνήσεις από επαγγελματικές εμπειρίες, παλιές σχέσεις, όργια, αυτοκινητιστικά ατυχήματα, παλιές εκλογές, πρωταθλήματα μπάσκετ...βοηθούν να ξεχάσεις το τσιπάκι στον εγκέφαλο, τα μηχανικά σου μέρη και την εντεταλμένη διαταγή: "Εντόπισέ τους".

Προχωρούν με τους φακούς αναμένους στο υγρό αμπάρι, όπλα σε ετοιμότητα. Κάτι που μοιάζει με εργαστήριο. Μεταλλικά τραπέζια, γάζες με αίμα, νυστέρια, φώς χειρουργίου. Ένα μάυρο δερμάτινο βιβλίο πάνω σε πράσινη τσόχα γεμάτη τράπουλες...

Ημερολόγιο Πλοίου 12.9.1989

"...αυτό που νομίζαμε ώς πολύτιμο απολίθωμα προέκυψε πως ήταν ζωντανό. Κλειδώσαμε την ατσάλινη πόρτα ελπίζωντας να αποφύγουμε το κίνδυνο μόλυνσης. Όσοι ήρθαν σε επαφή μεταλλάχθηκαν. Η πέτρα η ίδια υγροποιήθηκε...έγινε μιά ζωντανή άμορφη μάζα. Παρακολουθήσαμε την εξέλιξή τους από την κάμερα ασφαλείας που υπήρχε στο δωμάτιο. Οι μεταλλαγμένοι πρώην σύντροφοί μας, ξερνούσαν κάτι λασπώδες, καθώς τρέφονταν ο ένας από τα άκρα του άλλου, χωρίς όμως ιδιαίτερη βία...δεν ένιωθαν πόνο. Η υγρή μάζα κάλυψε την πόρτα πάχους 40 πόντων από ατσάλι διαβρώνοντας την σε 40 λεπτά. Πέρασαν στο τελευταίο διάδρομο πρίν φτάσουν σε εμάς. Άλλη μία πόρτα 20 πόντων είναι η τελευταία μας ελπίδα. Πρέπει να τους κρατήσει μέχρι να φτάσουμε στην επιφάνεια. θα πηδήξουμε στο νερό για να σωθούμε ..."

Το ημερολόγιο του πλοίου ήταν καλυμμένο με αίμα...πηχτό αίμα και ανθρώπινα όργανα πάνω στη πράσινη τσόχα... ο ένας απο αυτούς άκουσε ενα βαθύ βραχνό βρυχηθμό μέσα από το σκοτάδι. Γύρισε, προσπάθησε να εστιάσει, έριξε φώς και σημάδεψε με το όπλο του. Όταν αποκαλύφθηκε ο εχθρός αποφάσισε να χαμηλώσει το όπλο και να πεί δυο λέξεις-προσευχές. Δεν είχε εξήγηση για αυτό που είδε, και σύντομα θα είχε καταναλωθεί.

Όπως και να'χει, σε μία προσωπική μου απόπειρα να σπάσω τον πάγο μεταξύ μας, οφείλω να σου πώ οτι...
κανείς τους δεν γνώριζε οτι ήταν ρομπότ.
Αυτό σκέψου και πράξε τα δέοντα.

Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2010

Το τελευταίο ξύπνημα...ο τελευταίος ύπνος.


Έχω ένα νέο χόμπι τελευταία. Είναι το να ξυπνάω σε μέρη που δε θυμάμαι να κοιμήθηκα το προηγούμενο βράδυ. Ναι…συμβαίνει ενοχλητικά συχνά. Και δε το εννοώ σαν hangover… όχι σαν πάρτυ που πέρασες τόσο καλά που δε το θυμάσαι… περισσότερο σα να πήγες στον άλλο κόσμο και να ξαναγύρισες…σαν αστρικό ταξίδι.

Πάμε…αυτή τη φορά φοράω άσπρα. Άσπρα με κάτι κόμπους και τα χέρια μου δε κουνιούνται.

Είναι δύο τύποι επίσης ντυμένοι στα άσπρα, χωρίς κόμπους στα χέρια όμως, χωρίς ζωνάρια… Θα μπορούσα να τους ρωτήσω ποιοι είναι και τι θέλουν από μένα όμως θα ήταν λίγο κλισέ. Προφανώς, είναι γιατροί. Ένας κουστουμαρισμένος με πλησίασε.

-Ξύπνησες?
- Μάλλον.
-Ξέρεις που εισαι?
-Όχι. Μήπως μπορώ να έχω ένα ποτό όμως?
- Όχι. Η κλινική δεν έχει bar.
- Κατανοητό. Ας μπούμε στο ψητό λοιπόν.
- Πές μου τι θυμάσαι. Ποια είναι η τελευταία σου ανάμνηση από τη ζωή σου… πές μου μια καθημερινή που θυμάσαι τι έκανες.

Σκέφτηκα λίγο αλλά δεν ήξερα τι να του πώ. Μάλλον η ιστορία με τα 2 πρόβατα που έφαγα θα του φαινόταν απίστευτη. Το ίδιο και οι δύο γίγαντες. Το ίδιο και ο Μέγκελος με τον ασημί αδένα που σε κάνει μάντη. Τι να του πώ τώρα αυτού του τύπου? Λοιπόν…

- Θυμάμαι μια μέρα που ξύπνησα και ήρθε σπίτι μου ένας φίλος γιατρός.
- Και τι κάνατε?
- Ε, ήπιαμε μερικά whisky.
- Και μετά?
- Ρε φίλε, τι με έφερες εδώ? Τι θές να ακούσεις από εμένα?
- Θυμάσαι τι δουλειά κάνεις?
- Όχι.
- Είσαι λογιστής. Θυμάσαι αν είσαι παντρεμένος?
- Όχι.
- Ήσουν παντρεμένος για 7 χρόνια. Έχεις και 2 παιδιά.
- Ήμουν…? Και τώρα τι είμαι?
- Πρίν περίπου 1 χρόνο εξαφανίστηκες. Σε έχασαν συνάδελφοι. Σε έχασε η οικογένεια σου. Απλά, κανένας δεν ξανάκουσε νέα σου. Το μόνο που είχαν να πούν όλοι ήταν ότι τελευταία δε συμπεριφερόσουν φυσιολογικά. Μιλούσες για μώβ σκιές. Ρωτούσες τους πάντες αν βλέπουν πράματα τα οποία μόνο εσύ έβλεπες, πράγμα που σήμερα μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πάσχεις από μία βαριά μορφή σχιζοφρένειας. Αφού χάθηκαν τα ίχνη σου, άρχισε μία σειρά από περίεργα γεγονότα. Οι αναφορές της αστυνομίας μιλούσαν για πιθανή ύπαρξη σειριακού δολοφόνου στις περιοχές που πιστεύαμε ότι βρισκόσουν. Πρίν 10 μέρες βρήκαμε τη κρυψώνα σου. Ένα υπόγειο με δύο δωμάτια. Στο ένα δωμάτιο μύριζε ένας σωρός από αποσυντεθημένα πτώματα.
- Ήταν οι εκλεκτοί. Κάθε ένας από αυτούς είχε την ευκαιρία του. Απλά δε στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων.
- Ότι πείς. Τώρα θα μείνεις για λίγο καιρό εδώ. Και μετά ίσως σε πάμε στη φυλακή, ίσως μείνεις και άλλο αν κριθεί ότι η κατάστασή σου είναι μη αναστρέψιμη. Έχει έρθει και η γυναίκα σου να σε δει.

Άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα μια θαυμαστή μορφή που δε μου ξυπνούσε καμία απολύτως ανάμνηση. Προσπάθησα σκληρά, μα δε μου θύμιζε τίποτα απολύτως. Χωρίς να προλάβω να καταλάβω τι έγινε, η μορφή έβαλε τα κλάματα και ξαναέφυγε. Υποθέτω πως θα έπρεπε να πληγωθώ και να δακρύσω και γώ από την αντίδρασή της, αλλά πραγματικά μέσα στο όλο μπέρδεμα δε μου καιγόταν καρφί. Το μόνο που ήθελα ήταν να ελευθερωθώ.

Πέρασαν ώρες που περίμενα μόνος μου. Μετά από ένα ενοχλητικά μεγάλο διάστημα η πρώην γυναίκα μου ξαναήρθε. Έκατσε στο πλευρό μου και ξεκίνησε να μου μιλάει με δάκρυα στα μάτια:

- Με θυμάσαι?
- Ειλικρινά?
- Ναι.
- Όχι αλλά... βοήθησέ με να θυμηθώ.
- Μέναμε σε ένα ήσυχο προάστιο, σε σπίτι με κήπο. Τις καθημερινές τρώγαμε μαζί βραδινό στις 7, με τα δύο μας παιδάκια. Πάντα σου άρεσε η μαγειρική μου. Τα σαββατοκύριακα πηγαίναμε βόλτες στην εξοχή. Σου άρεσε να οδηγάς με μουσική και ανοιχτή ηλιοροφή. Μια φορά μας επιτέθηκαν κλέφτες. Ο ένας κρατούσε μαχαίρι. Άρπαξες ένα ξύλο και τον χτύπησες στο κεφάλι. Αυτός πέθανε και το δικαστήριο σε αθώωσε για αυτοάμυνα. Μία βδομάδα μετά, έφυγες. Δε σε ξαναείδαμε από τότε.
- Δεν έχω κάτι να πω. ¨Όλα αυτά δε μου θυμίζουν τίποτα. Εσύ τι κάνεις?
- Έχω ξαναπαντρευτεί. Είναι κάποιος καλός που φροντίζει τα παιδιά μας και έχουμε και ένα νεογέννητο μαζί.

Οφείλω να ομολογήσω ότι αυτό το τελευταίο πόνεσε. Τι θα πεί φροντίζει τα παιδιά μας ένας καινούριος? Αν τον είχα μπροστά μου θα του έκοβα μια κεντρική αρτηρία και τον θα παρακολουθούσα να χλομιάζει μέχρι να σβήσει. Κανένας δε με αντικαθιστά μέσα στην ίδια μου τη ζωή.

- Εντάξει. Λίγο γρήγορα δε με ξεπέρασες?
- Αυτό έχεις να μου πείς…..

Η μορφή δάκρυσε πάλι και σηκώθηκε να φύγει. Λίγο πρίν τη πόρτα γύρισε κάτι να μου πεί, αλλά τελευταία στιγμή το μετάνιωσε και έφυγε.

Ήθελα τόσο πολύ να ελευθερωθώ. «Γιατροί. Τουαλέτα!!!». ¨Ηλπιζα ότι αυτοί οι δημόσιοι υπάλληλοι θα δικαίωναν τη φήμη τους, θα τα σκάτωναν και θα μου επέτρεπαν να δραπετεύσω. Ήταν 4 η ώρα, οι πρώτοι γιατροί που είδα είχαν ήδη σχολάσει. Ήρθε μια χοντρή κυρία, η οποία με βοήθησε να σηκωθώ. Εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα ένας φρουρός. Η γαμημένη αστυνομία είχε αφήσει έναν ειδικό φρουρό να με προσέχει. «Τι κάνεις εκεί? Είναι επικίνδυνος!!» της φώναξε. Χωρίς να σκεφτώ πολύ έριξα μια κουτουλιά στη χοντρή και άρχισα να τρέχω προς την έξοδο. Η μύτη της έγινε σαν βραστή πατάτα βουτηγμένη στο κέτσαπ. Διέσχισα όλο το διάδρομο ακούγοντας τα βήματα του φρουρού πίσω μου. Διέσχισα το προαύλιο και βγήκα στο δρόμο. Μέσα στη βιασύνη και τον πανικό ξαναθυμήθηκα τη μορφή. Ναι, την έλεγαν Ανθή. Είχαμε δύο παιδάκια, τον Ανδρέα και το Νίκο. Τους θυμάμαι ντυμένους προσκοπάκια καθώς τους έβαζα στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου….

Πίσω στο κυνηγητό. Συνέχισα να τρέχω σα τρελός αλλά τα δεμένα μου χέρια δε μου επέτρεπαν να χρησιμοποιήσω το 100% των διαθέσιμων δυνάμεων μου (οι οποίες έτσι και αλλιώς πρέπει να είχαν πέσει στο 50% των δυνατοτήτων μου).

Με την κόψη του ματιού είδα κάτι σαν ένα εγκατελειμένο κτίριο. Έτρεξα προς τα εκεί, κάπου θα έβρισκά να κρυφτώ. Ω θεέ μου…και άλλες εικόνες… Χριστουγεννα είχα ντύσει ένα φίλο Άη Βασίλη για να μπεί στο σπίτι και να αφήσει δώρα την ώρα που εγώ και ο γιός μου κρυφοκοιτούσαμε…”Μπαμπά είναι αληθινός” είπε ενώ τον έβαζα στο κρεβάτι και δάκρυζε από χαρά.

Άκουσα ένα δυνατό κρότο, σαν πυροβολισμό, τον οποίο ακολούθησε ένα κάψιμο στον δεξί μου ώμο. Συνέχισα να τρέχω. Άκουσα και ένα δεύτερο κρότο, ο οποίος με έστειλε αδιάβαστο. Ένας πίδακας από αίμα πετάχτηκε, καθώς ξάπλωνα στο πεζοδρόμιο και οι δυνάμεις μου άρχισαν να με αφήνουν.


Έχεις ακούσει που λένε, ότι περνάει η ζωή σου μπροστά από τα μάτια σου όταν πεθαίνεις? Ε, λοιπόν αυτά είναι αερολογίες. Είσαι ένα παιχνιδάκι που κάποτε δούλευε καλά μα κάποια στιγμή σου τελειώνουν οι μπαταρίες. Το ρομποτάκι που περπατούσε ζωηρά και ρυθμικά προς τέρψη του πιτσιρικά που το κινούσε, κάνει όλο και πιο βαρύ θόρυβο. Η τετράγωνη μορφή σου, τα χαρωπά χρώματα και τα χέρια σε ορθή γωνία, δε μπορούν να ανταγωνιστούν τις πιο ευέλικτες μορφές, τα πιο αιχμηρά σχήματα και χρώματα γοτθικά, σκοτεινά που κυκλοφορούν στην αγορά. Το κάποτε γοργό σου βήμα και οι ηλεκτρονικοί σου ήχοι δίνουν τη θέση τους σε ένα αργό σύρσιμο και έναν ήχο φθαρμένο…ο πιτσιρικάς σε τινάζει και σε κουνάει βίαια για να ζωντανέψεις μα εσύ εξακολουθείς να πέφτεις. Κάποια στιγμή δε μπορείς να κουνηθείς άλλο…και κανείς δεν είναι εκεί να σου φορτίσει τις μπαταρίες. Λες μια τελευταία κουβέντα…κάποιος μπορεί να την ακούσει…μπορεί και όχι. Αυτό είναι το τέλος.

Όταν κάνουν τη νεκροψία και με ανοίξουν στα δύο, ξέρω τι θα βρουν. Ανάμεσα σε σπασμένα κόκκαλα και πληγωμένα όργανα... Εκεί θα είναι μία μικροσκοπική γυναικεία μορφή με ξανθά μαλλιά που γυρίζει σα κουρδιστή μπαλαρίνα στους ήχους ενός μελωδικού αρπίσματος. Σε θυμήθηκα αγάπη μου... και μαζί σου θυμήθηκα εμένα. Αλλά είναι πιά αργά… και έχω μίλια να διαβώ.

Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2010

Οι ευπαθείς διάβολοι της Τασμανίας.


Ο συμπαθητικός φιλαράκος μας, ο Διάβολος της Τασμανίας, δεν είναι όσο σκληροτράχηλος και άφθαρτος όσο φανταζόμαστε. Υπάρχει μία απειλή η οποία χτυπά ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού αυτών των ζώων. Πρόκειται για την ασθένεια όγκων του προσώπου(Devil Facial Tumour Disease). Eίναι ένας επιθετικός (μη-προερχόμενος από ιό) παρασιτικός καρκίνος.

H πρώτη επίσημη περίπτωση αναφέρθηκε το 1996, στην Αυστραλία. Στην επόμενη δεκαετία η ασθένεια μείωσε τον αριθμό των άγριων διαβόλων της Τασμανίας, με τις εκτιμήσεις της πτώσης να κυμαίνονται από 20% ως 50% του πληθυσμού, σε ποσοστό μεγαλύτερο του 65% της χώρας. Η θνησιμότητα αγγίζει μέχρι και το 100% σε 12-18 μήνες. Η ασθένεια έχει συγκεντρωθεί κυρίως στο ανατολικό μισό της Τασμανίας. Τα ορατά σημάδια DFTD αρχίζουν με τα τραύματα και σημάδια γύρω από το στόμα. Αυτά εξελίσσονται στους καρκινικούς όγκους που μπορούν να επεκταθούν από το πρόσωπο σε ολόκληρο σώμα. Οι όγκοι παρεμποδίζουν τη σίτιση, και το ζώο συχνά λιμοκτονεί.

Η ασθένεια αυτή μεταδίδεται με το δάγκωμα, τη μοιρασιά λείας και το επιθετικό ζευγάρωμα. (Το τελευταίο είναι γνωστό και ως ξεκώλιασμα. Είναι εκεί που γαμάει το ζώο και γύρω-γύρω μαζεύονται άλλα ζωάκια μπάκουροι και φωνάζουν "Δώστα όλα γαμπρέ" ή "Δώστα όλα πουτάνα διάβολε της Τασμανίας" και όλοι μαζί χειροκροτούν και κατεβάζουν λίτρα μπύρας ή αγγαλιάζονται και χορεύουν συρτάκι).

Ο μεταδοτικός αυτός καρκίνος που προκαλείται από έναν κλώνο των κακοηθών κυττάρων παρά από ιό, είναι εξαιρετικά σπάνιος στο σύνολο των ζωντανών οργανισμών. Ο μόνος άλλος γνωστός τύπος είναι o μεταδοτικός κυνοειδής αφροδίσιος όγκος (CTVT), ο οποίος μεταδίδεται στα σκυλιά μέσω της σεξουαλικής δραστηριότητας και ήταν γνωστός στην επιστήμη για περίπου 100 έτη.

Είναι πράγματικά κρίμα. Πάντως, ήδη ετοιμάζονται ειδικά προστατευμένοι ζωολογικοί κήποι για να σωθεί το είδος σε περίπτωση πανδημίας. Η παναγιά να βάλει το χεράκι της να σωθεί ο διάολος.