Δευτέρα 17 Αυγούστου 2009

Άσε το βιτριόλι να υπάρχει.


4:00 τα ξημερώματα και η πραγματικότητα βαραίνει με κάθε λεπτό που περνάει. Το κεφάλι μου πάει να σπάσει….

Κάνω νόημα στον γερο-Μένγκελο να πάμε στο δίπλα δωμάτιο. Αυτά που συζητάμε ίσως δεν πρέπει να τα ακούει ο Αβενήρ. Πρέπει να του κρατήσουμε το μυαλό φρέσκο και αμερόληπτο, ωστέ να μπεί στη μάχη που τον περιμένει χωρίς έγνοιες. Έτοιμος να εκτελέσει έργο… σφαγή.

Πάμε μέσα και αμέσως βάζω δυο γεμάτα ποτήρια ουίσκυ.

- Πές μου…τι είναι αυτά που έλεγες πρίν? Δεν αμφισβητώ ότι είναι αλήθεια. Είναι προφανές ότι θα μπορούσα να σε κρατάω ακόμα με τη πετσέτα στο πρόσωπο, και ‘σύ ακόμα θα μου σκούνταγες το χέρι ήρεμος, περιμένοντας να σου δώσω το λόγο. Τι είναι όμως αυτό? Με τι είμαστε αντιμέτωποι?.
-Ο μόνος λόγος για τον οποίο θα σου μιλήσω ανοιχτά είναι επειδή ξέρω πως είσαι και συ μπλεγμένος νεαρέ μου. Eίσαι μπλεγμένος.
-Τι εννοείς είμαι μπλεγμένος? Με τι?
-Όλα στην ώρα τους. Τα ευρήματα μας για την παλαιά αναπνοή, ξεκινάνε από το 1968, στην Αθήνα.
-Περίεργη χρονιά δε διάλεξες? Δεν είμαι σίγουρος, πόσο αναπτύχθηκε η αρχαιολογία ή η ανθρωπολογία στην Ελλάδα το 1968.
-Εδώ δε μιλάμε για αρχαιολογία όμως. Εδώ μιλάμε για την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους…
-Δε βλέπω τh σχέση.
-Το 1968 υπηρετούσα ως στρατιωτικός γιατρός. Δούλευα σε ένα μυστικό εργαστήριο στο Υπουργείο Εξωτερικών, όπου ο συνταγματάρχης εκτελούσε τα καθήκοντά του. Είχα την ελευθερία να κάνω σχεδόν τα πάντα. Μετά από 3 μήνες ήμουν πλέον το δεξί του χέρι. Οι άλλοι συνταγματάρχες δε γνώριζαν τίποτα. Ο Στέλιος ήθελε εχεμύθεια.

Η απειλή από τη Ρωσία ήταν εμφανής για όλους μας. Μουσάτοι φοιτητές, με χαοτικές ιδέες ξεπηδούσαν κάθε μέρα. Για κάθε έναν που συλλαμβάναμε, εμφανίζονταν δύο καινούριοι. Ο εχθρός είχε με το μέρος του ένα κομμάτι της νεολαίας και αυτό απασχολούσε τους συνταγματάρχες. Έπρεπε να βρούμε ένα τρόπο να τους σωπάσουμε. Τα βασανιστήρια ήταν μονόδρομος. Αρχικά δεν είχαμε σκοπό να σκοτώσουμε κανέναν…το μόνο που θέλαμε ήταν να δουλέψουμε πάνω τους…

- Η φωνή του γέρου με κοίμιζε. Δεν ξέρω αν ήταν που δεν είχα κοιμηθεί κανονικά εδώ και μέρες, ή μήπως το γεγονός ότι οι συζητήσεις με πολιτικό περιεχόμενο πάντα με έκαναν να βαριέμαι. Εικόνες περνούσαν μπροστά από τα μάτια μου. Τα ξανθά της μαλλιά μέσα στο νερό. Η πιο όμορφη γυναίκα στο κόσμο, να κείτεται νεκρή στον αφρό της βραδυνής θάλασσας. Πόσο θα μου λείψει…ήθελα μόνο να τη γνωρίσω λίγο καλύτερα. Τώρα κάποιος θα την ψάχνει. Κάποιος θα κλαίει μόνος. Κάποιος θα ελπίζει. Η ζωή είναι τόσο άδικη καμιά φορά. Σαν μικρά μυρμηγκάκια περπατάμε στο άγνωστο…μέχρι να γίνουμε τροφή για το αναπάντεχο. Τι είναι καλύτερο δεν έχω καταλάβει. Να είσαι η τροφή? ‘Η να είσαι το αναπάντεχο?

-…πραγματικά σου λέω το μόνο που θέλαμε ήταν να τους παραδειγματίσουμε. Μέχρι που μια μέρα, ξύπνησε η περιέργεια μέσα μου. Άρχισα να σκέφτομαι περίεργα πράματα. Τι θα γινόταν αν του κάναμε αυτό? Τι θα γινόταν αν του κάναμε και εκείνο? Όλα άλλαξαν όταν διατάχθηκα να δώσω σεμινάρια τεχνητής αναπνοής σε ειδικές δυνάμεις (ΛΟΚ). Πήρα δέκα μουσάτους, οι οποίοι είχαν περάσει τόση ανάκριση που είχαν χαζέψει, και πήγα στην Αυλώνα για το σεμινάριο. Το πλάνο ήταν ότι θα τους βουτούσαμε το κεφάλι σε ένα βαρέλι νερό μέχρι να ψοφήσουν…στη συνέχεια θα τους επαναφέραμε με τεχνητή αναπνοή και μαλάξεις αν χρειαζόταν.

Τους πνίξαμε και τους επαναφέραμε τόσες φορές που χάσαμε το νούμερο. Υπήρχαν και επιπλοκές. Μέρα με τη μέρα, χάναμε και κανέναν – δύο. Αυτοί που επιζούσαν πάντως παρατήρησα ότι αναπτύσσανε όλο και μεγαλύτερη αντοχή. Στο τέλος τους κρατούσαμε 5 λεπτά, ίσως και παραπάνω μέχρι να χάσουν τις αισθήσεις τους. Ένας από αυτούς ήταν και ο Χάρης Κορφατζής. Είχε συλληφθεί για βομβιστική επίθεση σε τράπεζα. Δε σταματούσε το κήρυγμα ούτε λεπτό. Αυτός είχε αποκτήσει τη μεγαλύτερη αντοχή. Στα τελευταία του θυμάμαι ήταν ακατόρθωτο να τον πνίξεις, άντεχε μέχρι και 20 λεπτά κάτω από το νερό. Μετά έκανε ότι λιποθυμούσε για να τον πάρουμε στα ιατρεία. Το μόνο που πίστευα από αυτά που έλεγε ήταν για τους πόνους στο στήθος του. Κάθε βράδυ έπεφτε και σπαρτάραγε για ώρα στο πάτωμα. Παραπονιόταν ότι κάτι ένιωθε να μεγαλώνει μέσα στο στήθος του. Την ημέρα που τον πήγαν για ακτινογραφία, δραπέτευσε από το νοσοκομείο και δε τον ξανάδαμε.

…μέχρι πρίν από 10 μέρες. Είχα βγάλει βόλτα τον εγγονό μου στο πάρκο, και ήταν εκεί. Καθόταν σε ένα παγκάκι, με μάτια που λαμπίριζαν πίσω από μαύρα γυαλιά ηλίου. Δεν είχε γεράσει, δεν είχε φθαρεί. Ήταν ίδιος και είχε έρθει για την εκδίκηση που ομολογουμένως, τόσο πολύ δικαιούταν.
Με πλησίασε και μου είπε «περιμένω 40 χρόνια για αυτή τη στιγμή. Θα είναι νύχτα. Θα είσαι μόνος. Θα σου πάρω τη ζωή και θα φύγω ξανά». Αυτά είπε και εξαφανίστηκε.

-Και εσύ που έμαθες για αυτό τον αδένα και τις ιδιότητές του?

-Ο αδένας εμφανίστηκε στην ακτινογραφία που του κάναμε. Ακριβώς μέσα στα πνευμόνια, σαν ένα κομμάτι μέταλλο. Όσο για τις ιδιότητες, η πρώτη είναι η αφθαρσία. Αυτό ήταν προφανές, τον είδα με τα μάτια μου.

-Και τα υπόλοιπα που μου είπες? Για τις εικόνες από το μέλλον και το παρελθόν?

-Έχουμε πολλά να πούμε ακόμα. Στην ώρα τους, όλα θα τα πούμε


…η συζήτηση τέλειωσε και νομίζω πως είχα ακούσει ήδη αρκετά για μία μέρα. Μεγάλη πηγή έμπνευσης ώστε να σχεδιάσω το επόμενο βήμα στη νέα μεταφυσική κακοποιό καριέρα μου, η σημερινή μέρα. Δε μπορούσα όμως να αγνοήσω άλλο τη νύστα και τη κούραση. Θυμάμαι ότι οι τελευταίες κουβέντες ήταν κάτι σαν «ας συνοψίσουμε για την ώρα και συνεχίζουμε αύριο ». Ο γερο Μένγκελος έφυγε και γώ ξάπλωσα στον καναπέ. Δεν είδα όνειρο, κοιμήθηκα σα βόας που χωνεύει ένα μεγάλο θηλαστικό.

Όταν ξύπνησα διψούσα πολύ. Πήγα στο δωμάτιο με το ψυγείο, και έβγαλα ένα μπουκάλι νερό. Ξεκίνησα να πίνω. Μια γουλιά, δύο γουλιές, τρεις γουλιές. Τι ωραίο που είναι το νερό! Τι θα κάναμε χωρίς αυτό? Για λίγο σκέφτηκα και τον φιλοξενούμενό/όμηρό μου.

- «Νεράκι Αβενήρ?»
Στο μισοσκότεινο δωμάτιο άκουσα λίγο αντίλαλο. Πρέπει να αγοράσω μερικά έπιπλα, παραείναι άδειο.
- «Νεράκι Αβενήρ?» ξαναρώτησα. Μα απάντηση δεν έλαβα.

Γυρίζοντας να δώ γιατί δεν απαντάει ο Αβενήρ, άκουσα έναν στιγμιαίο ήχο, σα σκοινί που σκίζει τον αέρα. Ίσως και σαν γροθιά που σκίζει τον αέρα.

400 κιλά δυναμομετρημένης γροθιάς στο πρόσωπο με έκαναν να αναθεωρήσω την έννοια του πόνου. Γαμάτος, υπέροχος πόνος… ένιωσα το μυαλό μου να κουνιέται πέρα δώθε, σαν ένα πορτοκάλι μέσα σε ένα βάζο που λέγεται κρανίο...διάσειση… Η οργή του Αβενήρ ήταν μεγάλη, και αυτό ήταν πλέον προφανές (καθώς και αναμενόμενο). Κάτι ούρλιαζε καθώς που πάταγε το κεφάλι, αλλά δεν είμαι σίγουρος τι, καθώς ήμουν ακόμα συγκλονιστικά γοητευμένος από τη δύναμη που άσκησε η γροθιά του στο δεξί ζυγωματικό μου.

Λένε ότι η πυγμαχία ήταν το αγαπημένο αγώνισμα του Απόλλωνα. Σε έναν αγώνα του μάλιστα, σκότωσε ένα κακομαθημένο βασιλόπουλο, τον Φόρβαντα (άριστο πυγμάχο). Δεν ήταν τυχαίο. Τον σκότωσε για την αλαζονεία του. Σκληρός ο πυγμάχος ανάγκαζε διερχόμενους επισκέπτες των Δελφών να μονομαχούν μαζί του. Πάντα κέρδιζε. Ο θεός της ομορφιάς όμως, του πήρε τη ζωή και την κατάπιε, σαν να μην είχε γεννηθεί ποτέ. Το δωδεκάθεο είχε μία μοναδική ομορφιά. Θεοί που τιμωρούν εξόφθαλμα…που παραφέρονται … σαν υπερδύναμοι γίγαντες, ικανοί να ξεριζώσουν καρδιές… να αγνοήσουν τους κανόνες. Όλες αυτές οι σκέψεις περνούσαν μέσα από το μυαλό μου…ίσως ήταν μία άμυνα, για να μη σκέφτομαι ότι ένας νέος άντρας , περίπου 120 κιλά μυών και διατροφικών συμπληρωμάτων, είχε ένα… να το πούμε αβαντάζ πάνω μου. Ήταν μεν λίγο αποδυναμωμένος μα εκ νέου κινητοποιημένος από τις κακουχίες στις οποίες τον είχα υποβάλλει τις τελευταίες μέρες και νομίζω ήθελε να με βλάψει με τρόπους που δεν αρμόζουν σε μέρες γιορτινές (τα Χριστούγεννα πλησίαζαν οσονούπω).

Όταν ξύπνησα καθόταν στη καρέκλα και έπινε ένα φυσικό χυμό που είχα στο ψυγείο. Νομίζω γεύση φρούτα του δάσους …

-«Που έχεις το κρύο νερό?» με ρώτησε προδίδοντας τα κακά του αισθήματα με την αγένειά του.

Προσπάθησα να του απαντήσω, αλλά κάτι δε δούλευε σωστά. Δε μπορούσα να ανοίξω και να κλείσω τη κάτω γνάθο, με αποτέλεσμα να ακούγομαι σα βογκητό.

-«Θα το βρώ μόνος μου, και μετά ετοιμάσου».

Ο Αβενήρ άνοιξε το ψυγειάκι και έβγαλε το βάζο…ξεκίνησε να πίνει. Του πήρε μία δύο γουλιές ώσπου να καταλάβει ότι αυτό που έπινε, δεν ήταν νερό. Έπιασε το λαιμό του, γονάτισε αβοήθητος και με κοίταξε…με το ίδιο βλέμμα που έχουν οι μικρές φώκιες μετά το πρώτο χτύπημα στο κεφάλι. Πολύ νωρίς για να απαλλαγεί από το πόνο, πολύ αργά για να ξεφύγει. Άρχισε να σέρνεται προς το μέρος μου και σχεδόν άκουγα τη σάρκα του να βράζει. Στη μέση της απόστασης έμεινε. Το πρόσωπό του τώρα θύμιζε δύο πράγματα:

1) ένα μεγάλο γάντι του baseball.
2) ένα μεγάλο τριαντάφυλλο

Τον 8ο αι. ο Άραβας αλχημιστής Geber περιέγραψε την παρασκευή του ακάθαρτου Η2SΟ4. Γνωστό σε όλους σαν βιτριόλι σήμερα, διαφανές σαν νερό. Πάντα φυλούσα λίγο στο ψυγείο. Δε θυμάμαι γιατί.