Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2010

Το τελευταίο ξύπνημα...ο τελευταίος ύπνος.


Έχω ένα νέο χόμπι τελευταία. Είναι το να ξυπνάω σε μέρη που δε θυμάμαι να κοιμήθηκα το προηγούμενο βράδυ. Ναι…συμβαίνει ενοχλητικά συχνά. Και δε το εννοώ σαν hangover… όχι σαν πάρτυ που πέρασες τόσο καλά που δε το θυμάσαι… περισσότερο σα να πήγες στον άλλο κόσμο και να ξαναγύρισες…σαν αστρικό ταξίδι.

Πάμε…αυτή τη φορά φοράω άσπρα. Άσπρα με κάτι κόμπους και τα χέρια μου δε κουνιούνται.

Είναι δύο τύποι επίσης ντυμένοι στα άσπρα, χωρίς κόμπους στα χέρια όμως, χωρίς ζωνάρια… Θα μπορούσα να τους ρωτήσω ποιοι είναι και τι θέλουν από μένα όμως θα ήταν λίγο κλισέ. Προφανώς, είναι γιατροί. Ένας κουστουμαρισμένος με πλησίασε.

-Ξύπνησες?
- Μάλλον.
-Ξέρεις που εισαι?
-Όχι. Μήπως μπορώ να έχω ένα ποτό όμως?
- Όχι. Η κλινική δεν έχει bar.
- Κατανοητό. Ας μπούμε στο ψητό λοιπόν.
- Πές μου τι θυμάσαι. Ποια είναι η τελευταία σου ανάμνηση από τη ζωή σου… πές μου μια καθημερινή που θυμάσαι τι έκανες.

Σκέφτηκα λίγο αλλά δεν ήξερα τι να του πώ. Μάλλον η ιστορία με τα 2 πρόβατα που έφαγα θα του φαινόταν απίστευτη. Το ίδιο και οι δύο γίγαντες. Το ίδιο και ο Μέγκελος με τον ασημί αδένα που σε κάνει μάντη. Τι να του πώ τώρα αυτού του τύπου? Λοιπόν…

- Θυμάμαι μια μέρα που ξύπνησα και ήρθε σπίτι μου ένας φίλος γιατρός.
- Και τι κάνατε?
- Ε, ήπιαμε μερικά whisky.
- Και μετά?
- Ρε φίλε, τι με έφερες εδώ? Τι θές να ακούσεις από εμένα?
- Θυμάσαι τι δουλειά κάνεις?
- Όχι.
- Είσαι λογιστής. Θυμάσαι αν είσαι παντρεμένος?
- Όχι.
- Ήσουν παντρεμένος για 7 χρόνια. Έχεις και 2 παιδιά.
- Ήμουν…? Και τώρα τι είμαι?
- Πρίν περίπου 1 χρόνο εξαφανίστηκες. Σε έχασαν συνάδελφοι. Σε έχασε η οικογένεια σου. Απλά, κανένας δεν ξανάκουσε νέα σου. Το μόνο που είχαν να πούν όλοι ήταν ότι τελευταία δε συμπεριφερόσουν φυσιολογικά. Μιλούσες για μώβ σκιές. Ρωτούσες τους πάντες αν βλέπουν πράματα τα οποία μόνο εσύ έβλεπες, πράγμα που σήμερα μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πάσχεις από μία βαριά μορφή σχιζοφρένειας. Αφού χάθηκαν τα ίχνη σου, άρχισε μία σειρά από περίεργα γεγονότα. Οι αναφορές της αστυνομίας μιλούσαν για πιθανή ύπαρξη σειριακού δολοφόνου στις περιοχές που πιστεύαμε ότι βρισκόσουν. Πρίν 10 μέρες βρήκαμε τη κρυψώνα σου. Ένα υπόγειο με δύο δωμάτια. Στο ένα δωμάτιο μύριζε ένας σωρός από αποσυντεθημένα πτώματα.
- Ήταν οι εκλεκτοί. Κάθε ένας από αυτούς είχε την ευκαιρία του. Απλά δε στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων.
- Ότι πείς. Τώρα θα μείνεις για λίγο καιρό εδώ. Και μετά ίσως σε πάμε στη φυλακή, ίσως μείνεις και άλλο αν κριθεί ότι η κατάστασή σου είναι μη αναστρέψιμη. Έχει έρθει και η γυναίκα σου να σε δει.

Άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα μια θαυμαστή μορφή που δε μου ξυπνούσε καμία απολύτως ανάμνηση. Προσπάθησα σκληρά, μα δε μου θύμιζε τίποτα απολύτως. Χωρίς να προλάβω να καταλάβω τι έγινε, η μορφή έβαλε τα κλάματα και ξαναέφυγε. Υποθέτω πως θα έπρεπε να πληγωθώ και να δακρύσω και γώ από την αντίδρασή της, αλλά πραγματικά μέσα στο όλο μπέρδεμα δε μου καιγόταν καρφί. Το μόνο που ήθελα ήταν να ελευθερωθώ.

Πέρασαν ώρες που περίμενα μόνος μου. Μετά από ένα ενοχλητικά μεγάλο διάστημα η πρώην γυναίκα μου ξαναήρθε. Έκατσε στο πλευρό μου και ξεκίνησε να μου μιλάει με δάκρυα στα μάτια:

- Με θυμάσαι?
- Ειλικρινά?
- Ναι.
- Όχι αλλά... βοήθησέ με να θυμηθώ.
- Μέναμε σε ένα ήσυχο προάστιο, σε σπίτι με κήπο. Τις καθημερινές τρώγαμε μαζί βραδινό στις 7, με τα δύο μας παιδάκια. Πάντα σου άρεσε η μαγειρική μου. Τα σαββατοκύριακα πηγαίναμε βόλτες στην εξοχή. Σου άρεσε να οδηγάς με μουσική και ανοιχτή ηλιοροφή. Μια φορά μας επιτέθηκαν κλέφτες. Ο ένας κρατούσε μαχαίρι. Άρπαξες ένα ξύλο και τον χτύπησες στο κεφάλι. Αυτός πέθανε και το δικαστήριο σε αθώωσε για αυτοάμυνα. Μία βδομάδα μετά, έφυγες. Δε σε ξαναείδαμε από τότε.
- Δεν έχω κάτι να πω. ¨Όλα αυτά δε μου θυμίζουν τίποτα. Εσύ τι κάνεις?
- Έχω ξαναπαντρευτεί. Είναι κάποιος καλός που φροντίζει τα παιδιά μας και έχουμε και ένα νεογέννητο μαζί.

Οφείλω να ομολογήσω ότι αυτό το τελευταίο πόνεσε. Τι θα πεί φροντίζει τα παιδιά μας ένας καινούριος? Αν τον είχα μπροστά μου θα του έκοβα μια κεντρική αρτηρία και τον θα παρακολουθούσα να χλομιάζει μέχρι να σβήσει. Κανένας δε με αντικαθιστά μέσα στην ίδια μου τη ζωή.

- Εντάξει. Λίγο γρήγορα δε με ξεπέρασες?
- Αυτό έχεις να μου πείς…..

Η μορφή δάκρυσε πάλι και σηκώθηκε να φύγει. Λίγο πρίν τη πόρτα γύρισε κάτι να μου πεί, αλλά τελευταία στιγμή το μετάνιωσε και έφυγε.

Ήθελα τόσο πολύ να ελευθερωθώ. «Γιατροί. Τουαλέτα!!!». ¨Ηλπιζα ότι αυτοί οι δημόσιοι υπάλληλοι θα δικαίωναν τη φήμη τους, θα τα σκάτωναν και θα μου επέτρεπαν να δραπετεύσω. Ήταν 4 η ώρα, οι πρώτοι γιατροί που είδα είχαν ήδη σχολάσει. Ήρθε μια χοντρή κυρία, η οποία με βοήθησε να σηκωθώ. Εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα ένας φρουρός. Η γαμημένη αστυνομία είχε αφήσει έναν ειδικό φρουρό να με προσέχει. «Τι κάνεις εκεί? Είναι επικίνδυνος!!» της φώναξε. Χωρίς να σκεφτώ πολύ έριξα μια κουτουλιά στη χοντρή και άρχισα να τρέχω προς την έξοδο. Η μύτη της έγινε σαν βραστή πατάτα βουτηγμένη στο κέτσαπ. Διέσχισα όλο το διάδρομο ακούγοντας τα βήματα του φρουρού πίσω μου. Διέσχισα το προαύλιο και βγήκα στο δρόμο. Μέσα στη βιασύνη και τον πανικό ξαναθυμήθηκα τη μορφή. Ναι, την έλεγαν Ανθή. Είχαμε δύο παιδάκια, τον Ανδρέα και το Νίκο. Τους θυμάμαι ντυμένους προσκοπάκια καθώς τους έβαζα στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου….

Πίσω στο κυνηγητό. Συνέχισα να τρέχω σα τρελός αλλά τα δεμένα μου χέρια δε μου επέτρεπαν να χρησιμοποιήσω το 100% των διαθέσιμων δυνάμεων μου (οι οποίες έτσι και αλλιώς πρέπει να είχαν πέσει στο 50% των δυνατοτήτων μου).

Με την κόψη του ματιού είδα κάτι σαν ένα εγκατελειμένο κτίριο. Έτρεξα προς τα εκεί, κάπου θα έβρισκά να κρυφτώ. Ω θεέ μου…και άλλες εικόνες… Χριστουγεννα είχα ντύσει ένα φίλο Άη Βασίλη για να μπεί στο σπίτι και να αφήσει δώρα την ώρα που εγώ και ο γιός μου κρυφοκοιτούσαμε…”Μπαμπά είναι αληθινός” είπε ενώ τον έβαζα στο κρεβάτι και δάκρυζε από χαρά.

Άκουσα ένα δυνατό κρότο, σαν πυροβολισμό, τον οποίο ακολούθησε ένα κάψιμο στον δεξί μου ώμο. Συνέχισα να τρέχω. Άκουσα και ένα δεύτερο κρότο, ο οποίος με έστειλε αδιάβαστο. Ένας πίδακας από αίμα πετάχτηκε, καθώς ξάπλωνα στο πεζοδρόμιο και οι δυνάμεις μου άρχισαν να με αφήνουν.


Έχεις ακούσει που λένε, ότι περνάει η ζωή σου μπροστά από τα μάτια σου όταν πεθαίνεις? Ε, λοιπόν αυτά είναι αερολογίες. Είσαι ένα παιχνιδάκι που κάποτε δούλευε καλά μα κάποια στιγμή σου τελειώνουν οι μπαταρίες. Το ρομποτάκι που περπατούσε ζωηρά και ρυθμικά προς τέρψη του πιτσιρικά που το κινούσε, κάνει όλο και πιο βαρύ θόρυβο. Η τετράγωνη μορφή σου, τα χαρωπά χρώματα και τα χέρια σε ορθή γωνία, δε μπορούν να ανταγωνιστούν τις πιο ευέλικτες μορφές, τα πιο αιχμηρά σχήματα και χρώματα γοτθικά, σκοτεινά που κυκλοφορούν στην αγορά. Το κάποτε γοργό σου βήμα και οι ηλεκτρονικοί σου ήχοι δίνουν τη θέση τους σε ένα αργό σύρσιμο και έναν ήχο φθαρμένο…ο πιτσιρικάς σε τινάζει και σε κουνάει βίαια για να ζωντανέψεις μα εσύ εξακολουθείς να πέφτεις. Κάποια στιγμή δε μπορείς να κουνηθείς άλλο…και κανείς δεν είναι εκεί να σου φορτίσει τις μπαταρίες. Λες μια τελευταία κουβέντα…κάποιος μπορεί να την ακούσει…μπορεί και όχι. Αυτό είναι το τέλος.

Όταν κάνουν τη νεκροψία και με ανοίξουν στα δύο, ξέρω τι θα βρουν. Ανάμεσα σε σπασμένα κόκκαλα και πληγωμένα όργανα... Εκεί θα είναι μία μικροσκοπική γυναικεία μορφή με ξανθά μαλλιά που γυρίζει σα κουρδιστή μπαλαρίνα στους ήχους ενός μελωδικού αρπίσματος. Σε θυμήθηκα αγάπη μου... και μαζί σου θυμήθηκα εμένα. Αλλά είναι πιά αργά… και έχω μίλια να διαβώ.

5 σχόλια:

mujahedin είπε...

ρε ξεκόλλα, δεν πεθαίνει το κτήνος!
Περιμένουμε εναγωνίως την συνέχεια!
κρατάω την ανάσα μου μέχρι τότε ... (ελπίζω να μην πάθω ασφυξία στην πορεία)

ΥΓ. "- Εντάξει. Λίγο γρήγορα δε με ξεπέρασες? "
ΧΑΧΑΧΑ! ΠΟΡΝΕΣ!

Πουλ Πουλ είπε...

oxi re file
oxi!
mhn to teleiwneis etsi
krataw kai egw thn anapnoh mou epishs apo twra
tha eisai ypeythynos gia dyo thanatous pleon

Assurance είπε...

Ενταξει μάγγες, θα τον αναστήσω. Αμα είναι να χάσω 2 φίλους, θα τον ξαναφέρω να κανει τούμπες. Ή θα κρατήσω και γώ την ανάσα μου να γουστάρουμε και οι τρείς.

Assurance είπε...

By the way, ρε Mujahedin, το ποστ για τον Μπομπ Κοζλωνη δε μου ανοίγει. Το βλέπω στο λινκ του μπλόγκ σου, αλλά οταν ανοίγει με βγάζει στο Μπαιλα ελ τσικι τσικι.

Εσύ το βλέπεις κανονικά?

Πουλ Πουλ είπε...

Δεν έχω πρόβλημα να τον σκοτώσεις αλλα όχι έτσι.Όχι σαν έναν φουκαρά μικροαστό που του έστριψε από τη βαρεμάρα.Αποθέωσε τον και μετα ναι,ας πεθανει,αλλα μην τον καταρακώνεις στα μάτια μας.΄Ναι του έστριψε από τη βαρεμάρα...το δεχομαι...ας ειναι αυτό το ξύπνημα του!
Υ.Γ.Κράτα και εσύ την αναπνοή σου,την ακούς.