Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τα μώβ ίχνη των απώντων.... Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τα μώβ ίχνη των απώντων.... Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2010

Το τελευταίο ξύπνημα...ο τελευταίος ύπνος.


Έχω ένα νέο χόμπι τελευταία. Είναι το να ξυπνάω σε μέρη που δε θυμάμαι να κοιμήθηκα το προηγούμενο βράδυ. Ναι…συμβαίνει ενοχλητικά συχνά. Και δε το εννοώ σαν hangover… όχι σαν πάρτυ που πέρασες τόσο καλά που δε το θυμάσαι… περισσότερο σα να πήγες στον άλλο κόσμο και να ξαναγύρισες…σαν αστρικό ταξίδι.

Πάμε…αυτή τη φορά φοράω άσπρα. Άσπρα με κάτι κόμπους και τα χέρια μου δε κουνιούνται.

Είναι δύο τύποι επίσης ντυμένοι στα άσπρα, χωρίς κόμπους στα χέρια όμως, χωρίς ζωνάρια… Θα μπορούσα να τους ρωτήσω ποιοι είναι και τι θέλουν από μένα όμως θα ήταν λίγο κλισέ. Προφανώς, είναι γιατροί. Ένας κουστουμαρισμένος με πλησίασε.

-Ξύπνησες?
- Μάλλον.
-Ξέρεις που εισαι?
-Όχι. Μήπως μπορώ να έχω ένα ποτό όμως?
- Όχι. Η κλινική δεν έχει bar.
- Κατανοητό. Ας μπούμε στο ψητό λοιπόν.
- Πές μου τι θυμάσαι. Ποια είναι η τελευταία σου ανάμνηση από τη ζωή σου… πές μου μια καθημερινή που θυμάσαι τι έκανες.

Σκέφτηκα λίγο αλλά δεν ήξερα τι να του πώ. Μάλλον η ιστορία με τα 2 πρόβατα που έφαγα θα του φαινόταν απίστευτη. Το ίδιο και οι δύο γίγαντες. Το ίδιο και ο Μέγκελος με τον ασημί αδένα που σε κάνει μάντη. Τι να του πώ τώρα αυτού του τύπου? Λοιπόν…

- Θυμάμαι μια μέρα που ξύπνησα και ήρθε σπίτι μου ένας φίλος γιατρός.
- Και τι κάνατε?
- Ε, ήπιαμε μερικά whisky.
- Και μετά?
- Ρε φίλε, τι με έφερες εδώ? Τι θές να ακούσεις από εμένα?
- Θυμάσαι τι δουλειά κάνεις?
- Όχι.
- Είσαι λογιστής. Θυμάσαι αν είσαι παντρεμένος?
- Όχι.
- Ήσουν παντρεμένος για 7 χρόνια. Έχεις και 2 παιδιά.
- Ήμουν…? Και τώρα τι είμαι?
- Πρίν περίπου 1 χρόνο εξαφανίστηκες. Σε έχασαν συνάδελφοι. Σε έχασε η οικογένεια σου. Απλά, κανένας δεν ξανάκουσε νέα σου. Το μόνο που είχαν να πούν όλοι ήταν ότι τελευταία δε συμπεριφερόσουν φυσιολογικά. Μιλούσες για μώβ σκιές. Ρωτούσες τους πάντες αν βλέπουν πράματα τα οποία μόνο εσύ έβλεπες, πράγμα που σήμερα μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πάσχεις από μία βαριά μορφή σχιζοφρένειας. Αφού χάθηκαν τα ίχνη σου, άρχισε μία σειρά από περίεργα γεγονότα. Οι αναφορές της αστυνομίας μιλούσαν για πιθανή ύπαρξη σειριακού δολοφόνου στις περιοχές που πιστεύαμε ότι βρισκόσουν. Πρίν 10 μέρες βρήκαμε τη κρυψώνα σου. Ένα υπόγειο με δύο δωμάτια. Στο ένα δωμάτιο μύριζε ένας σωρός από αποσυντεθημένα πτώματα.
- Ήταν οι εκλεκτοί. Κάθε ένας από αυτούς είχε την ευκαιρία του. Απλά δε στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων.
- Ότι πείς. Τώρα θα μείνεις για λίγο καιρό εδώ. Και μετά ίσως σε πάμε στη φυλακή, ίσως μείνεις και άλλο αν κριθεί ότι η κατάστασή σου είναι μη αναστρέψιμη. Έχει έρθει και η γυναίκα σου να σε δει.

Άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα μια θαυμαστή μορφή που δε μου ξυπνούσε καμία απολύτως ανάμνηση. Προσπάθησα σκληρά, μα δε μου θύμιζε τίποτα απολύτως. Χωρίς να προλάβω να καταλάβω τι έγινε, η μορφή έβαλε τα κλάματα και ξαναέφυγε. Υποθέτω πως θα έπρεπε να πληγωθώ και να δακρύσω και γώ από την αντίδρασή της, αλλά πραγματικά μέσα στο όλο μπέρδεμα δε μου καιγόταν καρφί. Το μόνο που ήθελα ήταν να ελευθερωθώ.

Πέρασαν ώρες που περίμενα μόνος μου. Μετά από ένα ενοχλητικά μεγάλο διάστημα η πρώην γυναίκα μου ξαναήρθε. Έκατσε στο πλευρό μου και ξεκίνησε να μου μιλάει με δάκρυα στα μάτια:

- Με θυμάσαι?
- Ειλικρινά?
- Ναι.
- Όχι αλλά... βοήθησέ με να θυμηθώ.
- Μέναμε σε ένα ήσυχο προάστιο, σε σπίτι με κήπο. Τις καθημερινές τρώγαμε μαζί βραδινό στις 7, με τα δύο μας παιδάκια. Πάντα σου άρεσε η μαγειρική μου. Τα σαββατοκύριακα πηγαίναμε βόλτες στην εξοχή. Σου άρεσε να οδηγάς με μουσική και ανοιχτή ηλιοροφή. Μια φορά μας επιτέθηκαν κλέφτες. Ο ένας κρατούσε μαχαίρι. Άρπαξες ένα ξύλο και τον χτύπησες στο κεφάλι. Αυτός πέθανε και το δικαστήριο σε αθώωσε για αυτοάμυνα. Μία βδομάδα μετά, έφυγες. Δε σε ξαναείδαμε από τότε.
- Δεν έχω κάτι να πω. ¨Όλα αυτά δε μου θυμίζουν τίποτα. Εσύ τι κάνεις?
- Έχω ξαναπαντρευτεί. Είναι κάποιος καλός που φροντίζει τα παιδιά μας και έχουμε και ένα νεογέννητο μαζί.

Οφείλω να ομολογήσω ότι αυτό το τελευταίο πόνεσε. Τι θα πεί φροντίζει τα παιδιά μας ένας καινούριος? Αν τον είχα μπροστά μου θα του έκοβα μια κεντρική αρτηρία και τον θα παρακολουθούσα να χλομιάζει μέχρι να σβήσει. Κανένας δε με αντικαθιστά μέσα στην ίδια μου τη ζωή.

- Εντάξει. Λίγο γρήγορα δε με ξεπέρασες?
- Αυτό έχεις να μου πείς…..

Η μορφή δάκρυσε πάλι και σηκώθηκε να φύγει. Λίγο πρίν τη πόρτα γύρισε κάτι να μου πεί, αλλά τελευταία στιγμή το μετάνιωσε και έφυγε.

Ήθελα τόσο πολύ να ελευθερωθώ. «Γιατροί. Τουαλέτα!!!». ¨Ηλπιζα ότι αυτοί οι δημόσιοι υπάλληλοι θα δικαίωναν τη φήμη τους, θα τα σκάτωναν και θα μου επέτρεπαν να δραπετεύσω. Ήταν 4 η ώρα, οι πρώτοι γιατροί που είδα είχαν ήδη σχολάσει. Ήρθε μια χοντρή κυρία, η οποία με βοήθησε να σηκωθώ. Εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα ένας φρουρός. Η γαμημένη αστυνομία είχε αφήσει έναν ειδικό φρουρό να με προσέχει. «Τι κάνεις εκεί? Είναι επικίνδυνος!!» της φώναξε. Χωρίς να σκεφτώ πολύ έριξα μια κουτουλιά στη χοντρή και άρχισα να τρέχω προς την έξοδο. Η μύτη της έγινε σαν βραστή πατάτα βουτηγμένη στο κέτσαπ. Διέσχισα όλο το διάδρομο ακούγοντας τα βήματα του φρουρού πίσω μου. Διέσχισα το προαύλιο και βγήκα στο δρόμο. Μέσα στη βιασύνη και τον πανικό ξαναθυμήθηκα τη μορφή. Ναι, την έλεγαν Ανθή. Είχαμε δύο παιδάκια, τον Ανδρέα και το Νίκο. Τους θυμάμαι ντυμένους προσκοπάκια καθώς τους έβαζα στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου….

Πίσω στο κυνηγητό. Συνέχισα να τρέχω σα τρελός αλλά τα δεμένα μου χέρια δε μου επέτρεπαν να χρησιμοποιήσω το 100% των διαθέσιμων δυνάμεων μου (οι οποίες έτσι και αλλιώς πρέπει να είχαν πέσει στο 50% των δυνατοτήτων μου).

Με την κόψη του ματιού είδα κάτι σαν ένα εγκατελειμένο κτίριο. Έτρεξα προς τα εκεί, κάπου θα έβρισκά να κρυφτώ. Ω θεέ μου…και άλλες εικόνες… Χριστουγεννα είχα ντύσει ένα φίλο Άη Βασίλη για να μπεί στο σπίτι και να αφήσει δώρα την ώρα που εγώ και ο γιός μου κρυφοκοιτούσαμε…”Μπαμπά είναι αληθινός” είπε ενώ τον έβαζα στο κρεβάτι και δάκρυζε από χαρά.

Άκουσα ένα δυνατό κρότο, σαν πυροβολισμό, τον οποίο ακολούθησε ένα κάψιμο στον δεξί μου ώμο. Συνέχισα να τρέχω. Άκουσα και ένα δεύτερο κρότο, ο οποίος με έστειλε αδιάβαστο. Ένας πίδακας από αίμα πετάχτηκε, καθώς ξάπλωνα στο πεζοδρόμιο και οι δυνάμεις μου άρχισαν να με αφήνουν.


Έχεις ακούσει που λένε, ότι περνάει η ζωή σου μπροστά από τα μάτια σου όταν πεθαίνεις? Ε, λοιπόν αυτά είναι αερολογίες. Είσαι ένα παιχνιδάκι που κάποτε δούλευε καλά μα κάποια στιγμή σου τελειώνουν οι μπαταρίες. Το ρομποτάκι που περπατούσε ζωηρά και ρυθμικά προς τέρψη του πιτσιρικά που το κινούσε, κάνει όλο και πιο βαρύ θόρυβο. Η τετράγωνη μορφή σου, τα χαρωπά χρώματα και τα χέρια σε ορθή γωνία, δε μπορούν να ανταγωνιστούν τις πιο ευέλικτες μορφές, τα πιο αιχμηρά σχήματα και χρώματα γοτθικά, σκοτεινά που κυκλοφορούν στην αγορά. Το κάποτε γοργό σου βήμα και οι ηλεκτρονικοί σου ήχοι δίνουν τη θέση τους σε ένα αργό σύρσιμο και έναν ήχο φθαρμένο…ο πιτσιρικάς σε τινάζει και σε κουνάει βίαια για να ζωντανέψεις μα εσύ εξακολουθείς να πέφτεις. Κάποια στιγμή δε μπορείς να κουνηθείς άλλο…και κανείς δεν είναι εκεί να σου φορτίσει τις μπαταρίες. Λες μια τελευταία κουβέντα…κάποιος μπορεί να την ακούσει…μπορεί και όχι. Αυτό είναι το τέλος.

Όταν κάνουν τη νεκροψία και με ανοίξουν στα δύο, ξέρω τι θα βρουν. Ανάμεσα σε σπασμένα κόκκαλα και πληγωμένα όργανα... Εκεί θα είναι μία μικροσκοπική γυναικεία μορφή με ξανθά μαλλιά που γυρίζει σα κουρδιστή μπαλαρίνα στους ήχους ενός μελωδικού αρπίσματος. Σε θυμήθηκα αγάπη μου... και μαζί σου θυμήθηκα εμένα. Αλλά είναι πιά αργά… και έχω μίλια να διαβώ.

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2009

Δύο πρόβατα που γνώριζαν πολλά...


Έπεφτα για τόση ώρα που ξέχασα πού ήμουν…πως είχα βρεθεί εκεί…έπεφτα και έπεφτα μέχρι που η πτώση έμοιαζε στάσιμη …σα να κάθεσαι ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι και να σκέφτεσαι τη ζωή σου. Είναι σα να κρυώνεις… κουλουριάζεσαι στο βυθό του κόσμου και περιμένεις… εκεί βρίσκεται το κουφάρι σου …άψυχο …νοσηρό …
Οι εχθροί σου σε περιτριγυρίζουν , ανάβουν μια φωτιά και περιμένουν… περιμένουν τη τελευταία σου ανάσα… τη τελευταία σταγόνα της ζωής σου. Η κατανάλωση ανθρώπινης σάρκας είναι ένα προχωρημένο χόμπι για τους πεινασμένους επισκέπτες και αυτός ο κόσμος ξέρει να πηγαίνει μπροστά.

Η διαίσθησή μου έλεγε ότι ήμουν περικυκλωμένος. Άνοιξα τα μάτια αλλά στο σκοτάδι της αβύσσου δε μπορούσα να δω. Κάτι σκιές λίγο πιο σκοτεινές από το φυσικό σκοτάδι, σα χέρια με μακριά δάχτυλα μου έδωσαν κάτι να κρατήσω. Ένα φώς σα κερί που τρεμοσβήνει άναψε και είδα το σημείωμα…

Όταν σταμάτησα να διαβάζω ήμουν πάλι έξω από τη σκηνή. Αντίκρισα τον γίγαντα που με είχε αφήσει να μπω. Γύρισα τη πλάτη μπερδεμένος…τυλιγμένος στην απορία…αυτή η νέα τροπή των πραγμάτων δε θα με βγάλει κάπου καλά. Όλα γίνονται πιο θολά κάθε ώρα που περνάει.

Βγήκα από το δάσος και περπάτησα λίγο ακόμα. Είδα δύο λευκές μορφές ανάμεσα στα δέντρα. Δύο πρόβατα περίμεναν να μου μιλήσουν. Δεν ήταν απλά πρόβατα. Ήταν γνώστες… ψυχές … ικανές να μου εξηγήσουν αυτά που δεν ήμουν έτοιμος να ακούσω. Έτρεξα κατά πάνω τους. Έπιασα το πρώτο και έχωσα τα δάχτυλά μου μέσα στα μάτια του. Άρχιζε να βελάζει και να σκούζει… έχωσα πιο βαθιά τα δάχτυλα μέχρι που οι εγκεφαλικές ουσίες είχαν πασαλείψει τα χέρια μου. Άρχισα να γλύφω τα δάχτυλά μου. Κόλλησα το στόμα μου στο μάτι του και άρχισα να τρώω ότι έβγαινε. Ρουφούσα γνώση από την άλλη πλευρά του γαλαξία. Ποτέ δεν είχα φανταστεί τι υπάρχει εκεί απέναντι. …ω παντοδύναμοι… έχω τόσα να κατανοήσω… έτη φωτός να διαβώ…πριν κοιμηθώ. Αφού ξεκοίλιασα και το δεύτερο πρόβατο κατέρρευσα. Το καινούριο μου μοβ κορμί είχε ζήσει αρκετά για μία μέρα. Σύντομα ο πολιτισμός θα ξανάβγαινε στους δρόμους. Ήταν ώρα να κρυφτώ και πάλι.

Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2009

Αντλώντας δύναμη από τη μαύρη τρύπα.


Ένας ήχος σαν ηλεκτρικές εκκενώσεις…και τινάχτηκα πάνω. Σήκωσα τα χέρια μου για να κρύψω τα μάτια μου από το φώς του χειρουργείου. Τα χέρια μου ήταν μαύρα. Τα ξανακοίταξα… ήταν μοβ σκούρο. Κάθε φορά που ανοιγόκλεινα τα μάτια μου, έβλεπα περίεργα πράγματα. Ερπετά σε ξηρά δάση, ρουφήχτρες στη μέση του ωκεανού, διαστημόπλοια πάνω από τον Αμαζώνιο….
- ΤΙ ΜΟΥ ΚΑΝΑΤΕ?
- Σε κάναμε δικό μας. Σε κάναμε elite πολεμιστή. Εσύ είσαι ο Αβενήρ που έψαχνες τόσο καιρό. Και έτσι θα σε λέμε. Θα ηγηθείς των δυνάμεών μας στον επερχόμενο πόλεμο. Κάθε νύχτα θα βγαίνεις για κυνήγι. Θα κλέψεις τις ψυχές των αθώων…θα γίνεις το δόλωμα…και φρόνιμα μα αποτελεσματικά θα τους φέρεις σε μας.
- ΠΟΙΟΥΣ? ΠΟΙΟΥΣ?....ΤΙ ΨΑΧΝΕΙΣ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΠΕΣ ΜΟΥ.
- Κάποιες ερωτήσεις δε σηκώνουν απάντηση Αβενήρ…εξάλλου όταν με βρήκες εκείνο το βράδυ στο σπίτι μου και με απήγαγες ήσουν ήδη στη μέση μίας αναζήτησης, έτσι δεν είναι?
- Ναι…αλλά…δεν είμαι σίγουρος τι έψαχνα…είναι όλα τόσο μπερδεμένα μέσα στο μυαλό μου.
- Για πολλά δεν είμαστε σίγουροι σε αυτή τη ζωή φίλε μου. Αυτό δε μας αποτρέπει από το να τα πιστεύουμε ή να τα επιδιώκουμε. Καταλαβαίνω ότι είσαι σαστισμένος…Εδώ…πάρε αυτά και ξεκίνα να γράφεις…ότι σου έρχεται στο μυαλό…ξεκίνα.

Ο Δρ. Μέγκελος μου έδωσε μία κόλλα χαρτί και ένα μολύβι και εγώ έκλεισα τα μάτια και ξεκίνησα να γράφω. Όταν τέλειωσα έριξα μια ματιά στη κόλλα. Έγραφε:

«…η εντροπία είναι μέσο…δεν είναι το βέλος του χρόνου…ο χρόνος και οι επιπτώσεις του είναι δημιούργημα της άγνοιάς μας … το Big Bang είναι προπαγάνδα και η Γενική Θεωρία της Σχετικότητας…οι παλαιότεροι άπλωσαν την ύλη και τη Δημιουργία καλύπτοντας την ιστορία και τη σημασία της αντι-ύπαρξης…της αντι-ύλης…ο πρώτος κοσμοναύτης πέθανε, σπαγγετοποιήθηκε εισερχόμενος στη μαύρη τρύπα…οι συνάδελφοί του τον είδαν σα φωτογραφία για πολλή ώρα μετά την καταστροφή του κολλημένο πάνω στην επιφάνεια του ορίζοντα γεγονότων…το φώς δε μπορούσε να δραπετεύσει… τότε ήρθε το μήνυμα από την αντίπερα όχθη της τρύπας…όλα εδώ είναι μόβ …σε αυτό το περιβάλλον είστε ήδη νεκροί. Πηγαίνετε πίσω…και ίσως έτσι δε ξανασυναντηθούμε…ίσως έτσι γλιτώσετε απ΄τον ίδιο σας τον εαυτό…εμείς απαλλαγήκαμε από το χρόνο…ίσως κάποτε και εσείς...»

-« Είδες πόσα γνωρίζεις εν αγνοία σου? Είναι η δύναμη του αδένα.» είπε ο Μέγκελος.

Ξαφνικά άρχισα να βλέπω μία ένδειξη στον αέρα. Μία ένδειξη που εν μέρει μου κάλύπτε την όραση στο πάνω αριστερό μέρος του πεδίου μου.

Απρόσμενο χτύπημα σε 1:46.
Απρόσμενο χτύπημα σε 1:45.
Απρόσμενο χτύπημα σε 1:44.
Απρόσμενο χτύπημα σε 1:43.
Απρόσμενο χτύπημα σε 1:42.
Απρόσμενο χτύπημα σε 1:41….

Δε ξέρω τι θα είναι αυτό το συμβάν, αλλά αν μέσα σε αυτό το χάος, τη στίβα από απρόσμενα συμβάντα, υπάρχει και κάποιο ακόμα πιο απρόσμενο… τότε ξαφνικά ο κόσμος και η ζωή μου έχουν αποκτήσει καινούριο νόημα.

Απρόσμενο χτύπημα σε 0:02.

-Γέρο-Μεγκ? Είσαι έτοιμος για αυτά που έρχονται?
-Τι ετοιμάζεις?

Η φωνή του μύριζε φόνο και συνειδησιακή δυσλειτουργία. Δε ξέρω αν είναι φίλος ή εχθρός. Θα μπορούσε να με έχει σκοτώσει αν το ήθελε.

-Τι ετοιμάζεις? Ξαναρώτησε ουρλιάζοντας ο Μέγκελος.

¨Ένιωσα θεϊκά άφθαρτος. Πήρα φόρα και έτρεξα προς το παράθυρο. Το διαπέρασα χωρίς δεύτερη σκέψη. Ακόμα και όταν συνειδητοποίησα ότι το παράθυρο βρισκόταν στον 10ο όροφο και προσγειώθηκα στη μέση ενός δρόμου που έμοιαζε με τη Λ. Αλεξάνδρας ήμουν απόλυτα ψύχραιμος. Έσφιξα τη μόβ γροθιά μου και την οδήγησα με δύναμη στο έδαφος. Άφησα μία κραυγή πολέμου…και ξεχύθηκα στο κυνήγι. Απόψε κάποιες ψυχές θα πουν αντίο σε αυτό το διάτρητο κόσμο…γιατί έτσι πρέπει.

Άρχισα να τρέχω με ταχύτητα ασύλληπτη. Τα αυτοκίνητα σταματούσαν και τα παιδιά με έδειχναν, ενώ εγώ κατευθυνόμουν προς το απρόσμενο χτύπημα, καθοδηγούμενος από μία δύναμη που δεν μπορούσα να εξηγήσω. Το μόνο που με προβλημάτισε ήταν τα τελευταία λόγια του γιατρού. ¨Όταν διαπέρασα το τζάμι κάποιος φώναξε «Πιάστε τον!» και ο Μέγκ απάντησε «Αφήστε τον….τώρα πράττει το θέλημά μας». Αν πράττω το θέλημα κάποιων που στολίζουν το γραφείο τους με τη φάτσα ενός δικτάτορα, τότε έχω μεγάλες πιθανότητες να είμαι με τη λάθος πλευρά. Υπήρξα πολλά πράγματα. Έχω καταπιεί ψυχές αθώων περαστικών χωρίς κανένα λόγο…για να γεμίσω τα κενά μου ίσως. Αλλά πολιτικός σκλάβος…όχι…ποτέ. Δε ταιριάζει στο χαρακτηρα

Οι πολιτικές μου ανησυχίες συνεχίστηκαν για λίγο. Ξεχάστηκα όμως, συγκινημένος από τις νέες μου δυνάμεις.

Σε λίγο έφτασα στον Υμηττό. Χώθηκα μέσα στο δάσος, χάθηκα μέσα στα δέντρα. Σύρθηκα για να μην ακουστώ. Άκουσα βήματα πάνω σε φύλλα. Δύο τύποι, με αυτόματα. Πολύ ψηλοί για Έλληνες, τουλάχιστον δύο μέτρα. Τώρα που το σκέφτομαι…πολύ ψηλοί για άνθρωποι. Περίπου 2μισι μέτρα ο καθένας. Τι στο διάβολο είναι αυτό? Φρουρούσαν μία σκηνή. Αποφάσισα να εμφανιστώ. Σηκώθηκα και κινήθηκα προς το μέρος τους. Ο ένας γύρισε και με κοίταξε…μέσα στο σκοτάδι διέκρινα στον ένα δύο μάτια που λαμπίριζαν. Έφτασα κοντά. Δε διέφεραν πολύ από κανονικούς ανθρώπους, εκτός του ότι ήταν μυθικά ψηλοί και με φωτεινά μάτια. Μάτια που αντανακλούσαν ένα κυανό φώς.
«Ποιοι είστε?» τους ρώτησα.
Απάντηση δεν έλαβα.

Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχα καμία σκέψη για αυτούς, ούτε κακή πρόθεση. Αφού δεν απαντούσαν όμως, αυτό άλλαξε. Σκέφτηκα να τους σκοτώσω, από αβεβαιότητα για την προσέλευση και τις προθέσεις τους. Τότε κάτι άλλαξε. Ο ένας με προσεκτικά πλάγια βήματα σα σκυφτός πυγμάχος ήρθε από πίσω μου. Με περικύκλωσαν. Σα να διάβασαν τη σκέψη μου...

Σε έχουν περικυκλώσει ποτέ δύο άνθρωποι δυόμισι μέτρα ο καθένας που δεν σου λένε τι θέλουν και ποιοι είναι, στη μέση ενός δάσους, μία νύχτα χωρίς φεγγάρι? Εμένα λοιπόν μου έχει τύχει. Είναι μία μειονεκτική θέση να ξέρεις. Ειδικά όταν μπορούν να διαβάσουν τη σκέψη σου. Και φόβος ήταν εκεί…δε το αρνούμαι.

Αυτή η νέα μου αυτοπεποίθηση δε με άφηνε να ησυχάσω όμως. Ήθελα να δοκιμαστώ… σα μονομάχος στο Κολοσσαίο με τα λιοντάρια.

Σαν να πρόκειται για μία κίνηση που συνήθιζα να κάνω από παλιά, χτύπησα πάλι τη γροθιά μου στο έδαφος και άφησα μία κραυγή (πάλι). Ο ένας μου όρμηξε…ενστικτωδώς έχωσα το χέρι μου στο στέρνο του και του ξερίζωσα τη καρδιά. Ναι καλά το μάντεψα… ήταν μοβ…ναι και χτυπούσε μέσα στα χέρια μου. Το κορμί του έπεσε στο χώμα και αποσυντέθηκε αμέσως. Γύρισα να δώ τον άλλο, μήπως επιτεθεί και εκείνος. Είχε μείνει ακίνητος σε στάση προσοχής. Τον πλησίασα και μου άνοιξε την είσοδο της σκηνής, προσκαλώντας με να μπω.

Μπήκα…και ήταν όλα σκοτεινά…μαύρο σκοτάδι - πίσσα. Σα να είσαι μέσα σε τάφο μία νύχτα χωρίς φεγγάρι. Ατόφιο συμπυκνωμένο σκοτάδι 100 εκατομμυρίων νυχτών.

Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2009

Όνειρα Μόβ Νυχτός εναντίον πραγματικότητας


Σαν από άμυνα ο οργανισμός μου έκλεισε. Σα να πάτησα το off… κοιμήθηκα στο πάτωμα …δίπλα στο αφρίζον πτώμα του Αβενήρ.

Αυτή τη φορά είδα όνειρο. Είδα ένα γέρο. Έμοιαζε με το Δρ Μέγκελο. Τον είδα να κάνει επέμβαση σε μία γυναίκα. Μία γυναίκα που μου φάνηκε γνωστή. Μια γυναίκα που ένιωσα δική μου. Σαν να είχαμε περάσει μία ολόκληρη ζωή μαζί. Αντί για νυστέρι χρησιμοποιούσε ψαλίδι καθώς της άνοιγε τη κοιλιά. Έβγαλε από μέσα ένα έμβρυο. Το έδωσε στη μαία. Η μαία σε μία άλλη μαία και αυτή το έβαλε μέσα σε ένα μεγάλο πιάτο. Το πιάτο το έβαλαν στην άκρη του δωματίου, δίπλα στο τοίχο. Εκεί υπήρχε μία τρύπα, σαν πόρτα από σπιτάκι σκύλου. Ήταν πόρτα , αλλά όχι από σπιτάκι σκύλου. Ήταν σκοτεινή, αλλά κάτι σαν ένα καντήλι έκαιγε εκεί μέσα. Δύο μοβ χέρια με μεγάλα βρώμικα νύχια βγήκαν και έπιασαν το μωρό. Σκέφτηκα ότι θα ακολουθούσε κάτι φανταστικά άσχημο…..και είχα δίκιο. Τα χέρια άρχισαν να διαμελίζουν το μωρό ενώ αυτό ούρλιαζε. Έκοβαν κομμάτια σάρκας και τα έπαιρναν μέσα στη τρύπα, σαν ένα μοχθηρό ζώο που κατασπαράζει το θήραμά του. Μπορούσα να ακούσω το γρύλισμα του ζώου. Η επόμενη κραυγή ήταν δική μου. …..Ξύπνησα……

Το τηλέφωνο χτυπούσε σα δαιμονισμένο. Το σήκωσα:

- Ναι…καλησπέρα.
- Ποιος είναι?
- Είχατε βάλει μια αγγελία για ψάρεμα καρχαρία.
- Ναι…και?
- Πιάσανε έναν μεγάλο στη Κέρκυρα. Και περιμένω από στιγμή σε στιγμή να μου τον φέρουν Αθήνα. Θα τον πουλήσω 14 ευρώ το κιλό. Να σας κρατήσω?
- Κράτησε μου το κεφάλι.
- Τι?
- Το κεφάλι…

Έριξα λίγο κρύο νερό στο πρόσωπό μου. Πήρα το πτώμα του Αβενήρ και το έβαλα κάτω από τις τάβλες του πατώματος. Κρίμα φίλε… είχα σχέδια για σένα. Θα κατατρόπωνες τον εχθρό, και θα το έκανες καλά…

Έφυγα από το σπίτι και πήγα στη διεύθυνση που μου έδωσε ο ψαράς. Ήδη είχε κόψει το κεφάλι και το φυλούσε στο πάγο. Με 100 ευρώ κάναμε τα δουλειά μας.

Γύρισα σπίτι. Πριν προλάβω να κάτσω χτύπησε η πόρτα. Ήταν ο γιατρός.

- Πέρνα. Έχεις δουλειά.
- Τι δουλειά?
- Ήρθε η ώρα να μου εμφυτεύσεις τα αισθητήρια όργανα στο πρόσωπο. Έτσι θα μπορώ να τους βλέπω χωρίς μάτια.
- Ποιους αγόρι μου?
- Αυτούς που μου άφησαν το σημείωμα.

Σαστισμένος τον έπιασα από το χέρι και τον πήγα στο κουτί με τον πάγο όπου φυλούσα το κεφάλι του καρχαρία. Μάλλον δε θυμόταν. Γέρος άνθρωπος . Τι περιμένεις?

- Τον αιχμάλωτό σου τι τον έκανες?
- Εννοείς τον Αβενήρ? Δεν ήταν αιχμάλωτος. Ήταν ο εκλεκτός.
- Και πού είναι?
- Είναι κάτω από το πάτωμα, στο μέσα δωμάτιο. Τι τον θές?
- Τι κάνει κάτω από το πάτωμα?
- Ήταν λίγο ανυπάκουος. Λύθηκε και με έδειρε άσχημα. Μετά ήπιε κατά λάθος βιτριόλι και πέθανε. Τον έχωσα κάτω από τις τάβλες πριν μυρίσει.

Ο Μένγκελος έδειχνε αποσβολωμένος. Κάτι δε μου άρεσε στο ύφος του γέρου. Είχε κάτι το ύποπτο. Θα έλεγα ότι φερόταν σα μπάτσος. Ή σαν καρφί που έχει φωνάξει τους……..
Ενας δυνατός θόρυβος…
ΑΚΙΝΗΤΟΣ!!!!!. ΒΑΛΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ!!!!

Η πόρτα έσπασε και το δωμάτιο γέμισε με δαύτους. Άντρακλες όλοι με τα αυτόματα και τα αλεξίσφαιρα γιλέκα τους. Έκανα να τρέξω προς τα πίσω. Ένα βαρύ κομμάτι μέταλλο με χτύπησε πίσω από το κεφάλι. Έπεσα ανάσκελα. Η τελευταία εικόνα πρίν λιποθυμήσω… ένας τύπος με full face μάσκα… τον είπα αδερφάρα…και μετά λιποθύμησα.

Γαμημένε γιατρέ. Είχα όνειρα και για σένα. Τι απέγιναν οι πιστοί συνεργάτες σε αυτό τον κόσμο? Μάλλον θα πρέπει να τα κάνω όλα μόνος μου…

Πέρασε ένα απροσδιόριστο χρονικό διάστημα. Ξύπνησα σε ένα μισοσκότείνο γραφείο από ένα κουβά νερό τον οποίο κάποιος θεώρησε σωστό να μου ρίξει στη μούρη. Μπροστά μου στεκόταν ο δρ. Μένγκελος.

Στην αρχή πίστεψα ότι βρισκόμουν στα κεντρικά της Αστυνομίας. Μετά είδα ότι πίσω από τον γιατρό, πάνω στον τοίχο κρεμόταν ένα κάδρο του Παπαδόπουλου.
Μάλιστα. Κάποιου είδους παραστρατιωτική οργάνωση.

- Τι έγινε ρε παιδιά? Κάνατε επανάσταση?
- Κλείσε το στόμα σου. Σου είπα τα βασικά χθές. Σήμερα θα ακούσεις και τα υπόλοιπα. Δε ξέρω τι έγινε αλλά κάπως έλαβες ένα μήνυμα που έγραψα πρίν 10 μέρες στο ημερολόγιό της οργάνωσής μας.
- Ποια είναι η οργάνωσή σας?
- Την ημέρα που είδα τον Κορφατζή, κάλεσα κάτι δικά μου παιδιά από τις Ειδικές Δυνάμεις σπίτι μου. Ήξερα ότι θα έρθει, και ήξερα ότι θα είναι την ίδια νύχτα. Καθόμασταν και τον περιμέναμε στο σαλόνι. Περίπου στις 3:00 τα χαράματα, πήγα στο μπαλκόνι. Άκουσα ένα θόρυβο δίπλα μου… ήταν αυτός. Με άρπαξε απ το λαιμό. Τα παιδιά άδειασαν ότι όπλο είχαν πάνω του … το κορμί του έγινε ένας σάκος από μολύβι. Έπεσε κάτω…τρύπιος σα κόσκινο, ένα κορμί ξεσκισμένο. Από τις τρύπες στο σώμα του έβλεπα το μαρμάρινο πάτωμα…και αυτός ακόμα μιλούσε και μιλούσε …και έλεγε πράγματα που δεν πιστεύαμε…προφητείες…ερμηνείες…έχωσα το χέρι μου στο τρύπιο στέρνο του και ξερίζωσα τον αδένα... εκεί βαθιά , ανάμεσα στα πνευμόνια του. Τότε έβγαλε τη τελευταία του πνοή…σταμάτησε να μιλάει ο Κορφατζής. Έξι μέρες και έξι νύχτες τον μελέτησα ώσπου να καταλάβω ότι δεν υπήρχε ιατρικό νόημα σε αυτό το εύρημα. Τελικά, όντως υπάρχουν πράγματα που δε μπορούμε να εξηγήσουμε. Τα τέστ έδειξαν μη οργανικούς ιστούς, δεν ήταν σάρκα, σαν ένα μέταλλο που δεν έχουμε ανακαλύψει ακόμα…ένα μέταλλο εξώκοσμο αλλά ζωντανό, με μόρια δραστήρια, πρωτοφανή.
- Ποια ήταν τα τελευταία του λόγια?
- Αυτό δεν έχει σημασία για την ώρα. ‘Εχω κρατήσει καλές σημειώσεις πάντως.
- Τον αδένα τι τον έκανες?
- Ένα μικρό κομμάτι εμφύτευσα στα πνευμόνια μου…και είδα όλα αυτά που κανείς ποτέ δεν είδε εδώ και δεκάδες χιλιάδες χρόνια. Το υπόλοιπο το φύλαξα. Και τώρα θα δεχτείς και σύ το φως.

Ένα απότομο τσίμπημα βελόνας στο λαιμό με έστειλε για ύπνο. Ποιος ξέρει τι θα είμαι όταν ξυπνήσω? Ήλπιζα να βρώ κάποιον να μου εμφυτεύσει τους ηλεκτροδέκτες του καρχαρία. Μάλλον βρήκα περισσότερα από όσα έψαχνα. Όλα έσβησαν…πάλι.

Δευτέρα 17 Αυγούστου 2009

Άσε το βιτριόλι να υπάρχει.


4:00 τα ξημερώματα και η πραγματικότητα βαραίνει με κάθε λεπτό που περνάει. Το κεφάλι μου πάει να σπάσει….

Κάνω νόημα στον γερο-Μένγκελο να πάμε στο δίπλα δωμάτιο. Αυτά που συζητάμε ίσως δεν πρέπει να τα ακούει ο Αβενήρ. Πρέπει να του κρατήσουμε το μυαλό φρέσκο και αμερόληπτο, ωστέ να μπεί στη μάχη που τον περιμένει χωρίς έγνοιες. Έτοιμος να εκτελέσει έργο… σφαγή.

Πάμε μέσα και αμέσως βάζω δυο γεμάτα ποτήρια ουίσκυ.

- Πές μου…τι είναι αυτά που έλεγες πρίν? Δεν αμφισβητώ ότι είναι αλήθεια. Είναι προφανές ότι θα μπορούσα να σε κρατάω ακόμα με τη πετσέτα στο πρόσωπο, και ‘σύ ακόμα θα μου σκούνταγες το χέρι ήρεμος, περιμένοντας να σου δώσω το λόγο. Τι είναι όμως αυτό? Με τι είμαστε αντιμέτωποι?.
-Ο μόνος λόγος για τον οποίο θα σου μιλήσω ανοιχτά είναι επειδή ξέρω πως είσαι και συ μπλεγμένος νεαρέ μου. Eίσαι μπλεγμένος.
-Τι εννοείς είμαι μπλεγμένος? Με τι?
-Όλα στην ώρα τους. Τα ευρήματα μας για την παλαιά αναπνοή, ξεκινάνε από το 1968, στην Αθήνα.
-Περίεργη χρονιά δε διάλεξες? Δεν είμαι σίγουρος, πόσο αναπτύχθηκε η αρχαιολογία ή η ανθρωπολογία στην Ελλάδα το 1968.
-Εδώ δε μιλάμε για αρχαιολογία όμως. Εδώ μιλάμε για την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους…
-Δε βλέπω τh σχέση.
-Το 1968 υπηρετούσα ως στρατιωτικός γιατρός. Δούλευα σε ένα μυστικό εργαστήριο στο Υπουργείο Εξωτερικών, όπου ο συνταγματάρχης εκτελούσε τα καθήκοντά του. Είχα την ελευθερία να κάνω σχεδόν τα πάντα. Μετά από 3 μήνες ήμουν πλέον το δεξί του χέρι. Οι άλλοι συνταγματάρχες δε γνώριζαν τίποτα. Ο Στέλιος ήθελε εχεμύθεια.

Η απειλή από τη Ρωσία ήταν εμφανής για όλους μας. Μουσάτοι φοιτητές, με χαοτικές ιδέες ξεπηδούσαν κάθε μέρα. Για κάθε έναν που συλλαμβάναμε, εμφανίζονταν δύο καινούριοι. Ο εχθρός είχε με το μέρος του ένα κομμάτι της νεολαίας και αυτό απασχολούσε τους συνταγματάρχες. Έπρεπε να βρούμε ένα τρόπο να τους σωπάσουμε. Τα βασανιστήρια ήταν μονόδρομος. Αρχικά δεν είχαμε σκοπό να σκοτώσουμε κανέναν…το μόνο που θέλαμε ήταν να δουλέψουμε πάνω τους…

- Η φωνή του γέρου με κοίμιζε. Δεν ξέρω αν ήταν που δεν είχα κοιμηθεί κανονικά εδώ και μέρες, ή μήπως το γεγονός ότι οι συζητήσεις με πολιτικό περιεχόμενο πάντα με έκαναν να βαριέμαι. Εικόνες περνούσαν μπροστά από τα μάτια μου. Τα ξανθά της μαλλιά μέσα στο νερό. Η πιο όμορφη γυναίκα στο κόσμο, να κείτεται νεκρή στον αφρό της βραδυνής θάλασσας. Πόσο θα μου λείψει…ήθελα μόνο να τη γνωρίσω λίγο καλύτερα. Τώρα κάποιος θα την ψάχνει. Κάποιος θα κλαίει μόνος. Κάποιος θα ελπίζει. Η ζωή είναι τόσο άδικη καμιά φορά. Σαν μικρά μυρμηγκάκια περπατάμε στο άγνωστο…μέχρι να γίνουμε τροφή για το αναπάντεχο. Τι είναι καλύτερο δεν έχω καταλάβει. Να είσαι η τροφή? ‘Η να είσαι το αναπάντεχο?

-…πραγματικά σου λέω το μόνο που θέλαμε ήταν να τους παραδειγματίσουμε. Μέχρι που μια μέρα, ξύπνησε η περιέργεια μέσα μου. Άρχισα να σκέφτομαι περίεργα πράματα. Τι θα γινόταν αν του κάναμε αυτό? Τι θα γινόταν αν του κάναμε και εκείνο? Όλα άλλαξαν όταν διατάχθηκα να δώσω σεμινάρια τεχνητής αναπνοής σε ειδικές δυνάμεις (ΛΟΚ). Πήρα δέκα μουσάτους, οι οποίοι είχαν περάσει τόση ανάκριση που είχαν χαζέψει, και πήγα στην Αυλώνα για το σεμινάριο. Το πλάνο ήταν ότι θα τους βουτούσαμε το κεφάλι σε ένα βαρέλι νερό μέχρι να ψοφήσουν…στη συνέχεια θα τους επαναφέραμε με τεχνητή αναπνοή και μαλάξεις αν χρειαζόταν.

Τους πνίξαμε και τους επαναφέραμε τόσες φορές που χάσαμε το νούμερο. Υπήρχαν και επιπλοκές. Μέρα με τη μέρα, χάναμε και κανέναν – δύο. Αυτοί που επιζούσαν πάντως παρατήρησα ότι αναπτύσσανε όλο και μεγαλύτερη αντοχή. Στο τέλος τους κρατούσαμε 5 λεπτά, ίσως και παραπάνω μέχρι να χάσουν τις αισθήσεις τους. Ένας από αυτούς ήταν και ο Χάρης Κορφατζής. Είχε συλληφθεί για βομβιστική επίθεση σε τράπεζα. Δε σταματούσε το κήρυγμα ούτε λεπτό. Αυτός είχε αποκτήσει τη μεγαλύτερη αντοχή. Στα τελευταία του θυμάμαι ήταν ακατόρθωτο να τον πνίξεις, άντεχε μέχρι και 20 λεπτά κάτω από το νερό. Μετά έκανε ότι λιποθυμούσε για να τον πάρουμε στα ιατρεία. Το μόνο που πίστευα από αυτά που έλεγε ήταν για τους πόνους στο στήθος του. Κάθε βράδυ έπεφτε και σπαρτάραγε για ώρα στο πάτωμα. Παραπονιόταν ότι κάτι ένιωθε να μεγαλώνει μέσα στο στήθος του. Την ημέρα που τον πήγαν για ακτινογραφία, δραπέτευσε από το νοσοκομείο και δε τον ξανάδαμε.

…μέχρι πρίν από 10 μέρες. Είχα βγάλει βόλτα τον εγγονό μου στο πάρκο, και ήταν εκεί. Καθόταν σε ένα παγκάκι, με μάτια που λαμπίριζαν πίσω από μαύρα γυαλιά ηλίου. Δεν είχε γεράσει, δεν είχε φθαρεί. Ήταν ίδιος και είχε έρθει για την εκδίκηση που ομολογουμένως, τόσο πολύ δικαιούταν.
Με πλησίασε και μου είπε «περιμένω 40 χρόνια για αυτή τη στιγμή. Θα είναι νύχτα. Θα είσαι μόνος. Θα σου πάρω τη ζωή και θα φύγω ξανά». Αυτά είπε και εξαφανίστηκε.

-Και εσύ που έμαθες για αυτό τον αδένα και τις ιδιότητές του?

-Ο αδένας εμφανίστηκε στην ακτινογραφία που του κάναμε. Ακριβώς μέσα στα πνευμόνια, σαν ένα κομμάτι μέταλλο. Όσο για τις ιδιότητες, η πρώτη είναι η αφθαρσία. Αυτό ήταν προφανές, τον είδα με τα μάτια μου.

-Και τα υπόλοιπα που μου είπες? Για τις εικόνες από το μέλλον και το παρελθόν?

-Έχουμε πολλά να πούμε ακόμα. Στην ώρα τους, όλα θα τα πούμε


…η συζήτηση τέλειωσε και νομίζω πως είχα ακούσει ήδη αρκετά για μία μέρα. Μεγάλη πηγή έμπνευσης ώστε να σχεδιάσω το επόμενο βήμα στη νέα μεταφυσική κακοποιό καριέρα μου, η σημερινή μέρα. Δε μπορούσα όμως να αγνοήσω άλλο τη νύστα και τη κούραση. Θυμάμαι ότι οι τελευταίες κουβέντες ήταν κάτι σαν «ας συνοψίσουμε για την ώρα και συνεχίζουμε αύριο ». Ο γερο Μένγκελος έφυγε και γώ ξάπλωσα στον καναπέ. Δεν είδα όνειρο, κοιμήθηκα σα βόας που χωνεύει ένα μεγάλο θηλαστικό.

Όταν ξύπνησα διψούσα πολύ. Πήγα στο δωμάτιο με το ψυγείο, και έβγαλα ένα μπουκάλι νερό. Ξεκίνησα να πίνω. Μια γουλιά, δύο γουλιές, τρεις γουλιές. Τι ωραίο που είναι το νερό! Τι θα κάναμε χωρίς αυτό? Για λίγο σκέφτηκα και τον φιλοξενούμενό/όμηρό μου.

- «Νεράκι Αβενήρ?»
Στο μισοσκότεινο δωμάτιο άκουσα λίγο αντίλαλο. Πρέπει να αγοράσω μερικά έπιπλα, παραείναι άδειο.
- «Νεράκι Αβενήρ?» ξαναρώτησα. Μα απάντηση δεν έλαβα.

Γυρίζοντας να δώ γιατί δεν απαντάει ο Αβενήρ, άκουσα έναν στιγμιαίο ήχο, σα σκοινί που σκίζει τον αέρα. Ίσως και σαν γροθιά που σκίζει τον αέρα.

400 κιλά δυναμομετρημένης γροθιάς στο πρόσωπο με έκαναν να αναθεωρήσω την έννοια του πόνου. Γαμάτος, υπέροχος πόνος… ένιωσα το μυαλό μου να κουνιέται πέρα δώθε, σαν ένα πορτοκάλι μέσα σε ένα βάζο που λέγεται κρανίο...διάσειση… Η οργή του Αβενήρ ήταν μεγάλη, και αυτό ήταν πλέον προφανές (καθώς και αναμενόμενο). Κάτι ούρλιαζε καθώς που πάταγε το κεφάλι, αλλά δεν είμαι σίγουρος τι, καθώς ήμουν ακόμα συγκλονιστικά γοητευμένος από τη δύναμη που άσκησε η γροθιά του στο δεξί ζυγωματικό μου.

Λένε ότι η πυγμαχία ήταν το αγαπημένο αγώνισμα του Απόλλωνα. Σε έναν αγώνα του μάλιστα, σκότωσε ένα κακομαθημένο βασιλόπουλο, τον Φόρβαντα (άριστο πυγμάχο). Δεν ήταν τυχαίο. Τον σκότωσε για την αλαζονεία του. Σκληρός ο πυγμάχος ανάγκαζε διερχόμενους επισκέπτες των Δελφών να μονομαχούν μαζί του. Πάντα κέρδιζε. Ο θεός της ομορφιάς όμως, του πήρε τη ζωή και την κατάπιε, σαν να μην είχε γεννηθεί ποτέ. Το δωδεκάθεο είχε μία μοναδική ομορφιά. Θεοί που τιμωρούν εξόφθαλμα…που παραφέρονται … σαν υπερδύναμοι γίγαντες, ικανοί να ξεριζώσουν καρδιές… να αγνοήσουν τους κανόνες. Όλες αυτές οι σκέψεις περνούσαν μέσα από το μυαλό μου…ίσως ήταν μία άμυνα, για να μη σκέφτομαι ότι ένας νέος άντρας , περίπου 120 κιλά μυών και διατροφικών συμπληρωμάτων, είχε ένα… να το πούμε αβαντάζ πάνω μου. Ήταν μεν λίγο αποδυναμωμένος μα εκ νέου κινητοποιημένος από τις κακουχίες στις οποίες τον είχα υποβάλλει τις τελευταίες μέρες και νομίζω ήθελε να με βλάψει με τρόπους που δεν αρμόζουν σε μέρες γιορτινές (τα Χριστούγεννα πλησίαζαν οσονούπω).

Όταν ξύπνησα καθόταν στη καρέκλα και έπινε ένα φυσικό χυμό που είχα στο ψυγείο. Νομίζω γεύση φρούτα του δάσους …

-«Που έχεις το κρύο νερό?» με ρώτησε προδίδοντας τα κακά του αισθήματα με την αγένειά του.

Προσπάθησα να του απαντήσω, αλλά κάτι δε δούλευε σωστά. Δε μπορούσα να ανοίξω και να κλείσω τη κάτω γνάθο, με αποτέλεσμα να ακούγομαι σα βογκητό.

-«Θα το βρώ μόνος μου, και μετά ετοιμάσου».

Ο Αβενήρ άνοιξε το ψυγειάκι και έβγαλε το βάζο…ξεκίνησε να πίνει. Του πήρε μία δύο γουλιές ώσπου να καταλάβει ότι αυτό που έπινε, δεν ήταν νερό. Έπιασε το λαιμό του, γονάτισε αβοήθητος και με κοίταξε…με το ίδιο βλέμμα που έχουν οι μικρές φώκιες μετά το πρώτο χτύπημα στο κεφάλι. Πολύ νωρίς για να απαλλαγεί από το πόνο, πολύ αργά για να ξεφύγει. Άρχισε να σέρνεται προς το μέρος μου και σχεδόν άκουγα τη σάρκα του να βράζει. Στη μέση της απόστασης έμεινε. Το πρόσωπό του τώρα θύμιζε δύο πράγματα:

1) ένα μεγάλο γάντι του baseball.
2) ένα μεγάλο τριαντάφυλλο

Τον 8ο αι. ο Άραβας αλχημιστής Geber περιέγραψε την παρασκευή του ακάθαρτου Η2SΟ4. Γνωστό σε όλους σαν βιτριόλι σήμερα, διαφανές σαν νερό. Πάντα φυλούσα λίγο στο ψυγείο. Δε θυμάμαι γιατί.

Τρίτη 7 Ιουλίου 2009

Επαναφορά των αρχαίων τρόπων.


Ήταν ένα κρύο βράδυ, έναν κρύο χειμώνα σε ένα σκοτεινό στενό στα βόρεια προάστια. Βυθισμένος στη θέση του οδηγού περίμενα στο σκοτάδι. Είναι απίστευτο το πόσος κόσμος περνάει το βράδυ του μέσα σε παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Βλέπω άλλο ένα αμάξι στα 100 μέτρα … εδώ και 2 ώρες, κάποιος βγαίνει κάθε 20 λεπτά και πάει να πάρει ένα καφέ από τα Everest … ξαναγυρίζει.

Νυχτοκαματιάρης μπράβος. Καθόλου άσχημη δουλειά…10 χρόνια γυμναστήρια και διαβασμένο ξυλίκι…μάθε τέχνη και άσε την…κάποια στιγμή θα έρθει και η σειρά σου όμως. Κάποιον θα προστατεύεις, κάποιον θα κυνηγάνε και κάποιος θα πέσει νεκρός. Ϊσως εσύ ίσως ο άλλος. Αργά ή γρήγορα, όλοι πέφτουν.

Ένας βαθύς ήχος αυτοκινήτου μου σπάει τη σκέψη.

Ένα ματαιόδοξα γρήγορο και ακριβό, μαύρο, παππουδίστικο και υποτιθέμενα σπόρ αυτοκίνητο καταφτάνει. Ο Μένγκελος ήρθε… ο μπράβος δε ξέρω αν ήταν δικός του… αλλά ξέρω ότι δεν ήταν εκεί. Η γκαραζόπορτα έκλεινε και πρόλαβα να χωθώ από κάτω.
Χλωροφόρμιο στη λευκή πετσέτα, πλησιάζουμε το θύμα, περικυκλώνουμε το λαιμό με το ένα χέρι και πιέζουμε τη μουσκεμένη πετσέτα στη μύτη με το άλλο. Παλιά συνταγή. Νίωθω τη δύναμη που έχω. Τη δύναμη να αποφασίσω για τη ζωή του σύντομα. Κάτι όμως δε κολλάει εδώ. Το θύμα δεν αντιδρά. Πιέζω πιο δυνατά φοβούμενος ότι δεν έβαλά αρκετό υγρό. Πιέζω κι άλλο, σκεπτόμενος ότι και να μην τον πιάσει το χλωροφόρμιο, θα σκάσει από ασφυξία. Ο ασπρομάλλης σηκώνει το δάχτυλό του με αδικαιολόγητη για την περίσταση ηρεμία και σκουντάει το χέρι με το οποίο προσπαθώ να του κόψω τον αέρα, ως εάν κάτι να θέλει να μου πεί. Είχε ένα ύφος τύπου «Μισό λεπτό, σταμάτα να με πνίγεις, να σου πώ κάτι και μετά συνεχίζεις». Παρόλο που δεν ήταν μία εξέλιξη που περίμενα, ένιωσα τη περιέργεια να ακούσω τι έχει να μου πεί ο γέρος. Τον άφησα.

-«Μίλα»
-«Δεν θα λειτουργήσει αυτό που πάς να κάνεις. Θα ήταν πιο αποτελεσματικό αν μου έσπαγες τη καρωτίδα.»

Αγνοώντας τις πιθανές συνέπειες, ήθελα πραγματικά να ακούσω τι είχε να μου πεί.

-«Μίλα. Γιατί δε λιποθύμησες?»
-«Μίλα εσύ. Τι γυρεύεις εδώ?»
-«Σε χρειάζομαι, αλλά θα σου τα εξηγήσω όλα εν εύθετο χρόνο, εσύ πές μου κάτι. Πώς επιβάλεις τη θέληση σου σε χημικές ουσίες που σε θέλουν να κοιμάσαι στο πάτωμα?»
-«Αυτό δε θα το χωρέσει ο νους σου. Πρώτα ας χτίσουμε μια μικρή γέφυρα επικοινωνίας και εμπιστοσύνης. Καταλαβαίνω ότι δεν είσαι μισθωτός, καθώς και ότι δε θές να με απαγάγεις για λύτρα. Κάποιου είδους αναζήτηση έχεις. Τι ψάχνεις?»
-« Πρίν μία βδομάδα χτύπησαν. Άφησαν μία ειδοποίηση. Ένα σημείωμα. Μερικά μόβ αποτυπώματα στους τοίχους, κανένα σημάδι παραβίασης.»
-«Μάλιστα. Τι έλεγε το σημείωμα?»
-« Σε ένα μώβ περιβάλλον αυτοί θα είναι αόρατοι. Δίχως μάτια, δίχως αφτιά…παρόλα αυτά θα βλέπουν και θα ακούν καλύτερα από εσένα. Ετοιμάσου για αυτά που έρχονται…».
-«Ετοιμάστηκες?»
-«Όχι αλλά το δουλεύω.»

Δεν ήμουν σίγουρος αν καταλάβαινε τι του έλεγα και αν είχε κάποιο σχετικό υπόβαθρο ώστε να καταλάβει αλλά αυτή η καθυστέρηση είχε αρχίσει να με ανησύχησει. Οι απαντήσεις δεν έρχονταν…

Γροθιά στο σαγόνι, γέρος στο πάτωμα, γέρος στον ώμο, γέρος στο πίσω κάθισμα…και οδηγούμε προς το κέντρο επιχειρήσεων.

Οδηγώντας πίσω δε μπορούσα να κλείσω τα μάτια. Έβλεπα αυτόν τον μόβ άνθρωπο.
Αυτός ο μόβ άμορφος άνθρωπος.
Κάποιες στιγμές νιώθεις σα να μεταφράζεις σε μιά γλώσσα που εσύ δημιουργείς καθώς μεταφράζεις. Είναι η πορεία στην άγνοια που σε οδηγεί με δύναμη στον τοίχο. Το αίμα του τελευταίου ακόμα ζεστό, μυρίζει σκουριά και απογοήτευση.

Μία τελευταία δέσμευση…δε θα αποτύχουμε.

Μισή ώρα αργότερα. Παρκάρουμε το αμάξι…αδειάζουμε το γέρο – Μένγκελο στο υπόγειο.
Το προηγούμενο θύμα κλαίει και παραπονιέται , ότι πεινάει, ότι διψάει. Πάω στο ψυγείο και του φέρνω ένα ζαμπόν ληγμένο 2 ημερών. Και ένα μπουκάλι νερό. Ήπιε, έφαγε και είπε και ευχαριστώ. Του είπα «Κάνε υπομονή Αβενήρ. Πάμε για μεγάλα πράματα».

Ο γέρος είχε αρχίσει να ξυπνάει και μου κράταγε μούτρα για τη μπουνιά.

-«Συγνώμη, αλλά έπρεπε να το κάνω.»
-«Θες να μάθεις τι έγινε εκεί πίσω? Θες να μάθεις γιατί δε λιποθύμησα?»
-«Ακούω»
-«11 χιλιετίες πριν από σήμερα, ο άνθρωπος σταμάτησε να αναπνέει με τον αρχαίο τρόπο. Μία ανάσα μπορούσε να σε κρατήσει για 4 μέρες και να σου δώσει πρόσβαση σε εικόνες από το μέλλον ή και το μακρινό παρελθόν. Ένας συνδυασμός φυσικής ανάγκης και μεταφυσικής εμπειρίας. Όλα γίνονταν μέσω του αδένα lum1sux. Τα πνευμόνια είχαν δευτερεύοντα ρόλο σε αυτή τη διαδικασία. Απλώς, περιείχαν τον ασημί αυτό αδένα. Οι προγονοί μας , ήξεραν τα πάντα για τους δεινόσαυρους, τον ερχομό του Χριστού και την εξάπλωση των θρησκειών, την Πανούκλα, τους εξωγήινους, την αιώνια πνευματική μάχη του Καλού με το Κακό, το Big Bang. Όλα αυτά με μια ανάσα…Φαντάζεσαι τι είχαν δεί τα μάτια τους? Πράγματα που εμείς θέλουμε αιώνες και τους μισούς πόρους της Γης για να υπολογίσουμε κατά προσέγγιση.».
-«Εσύ τι σχέση έχεις με αυτό τον αρχαίο τρόπο αναπνοής?».
-«Πρίν δέκα μέρες βρήκαμε τον τρόπο να τον επαναφέρουμε.»

Είναι κάτι κουβέντες που πέφτουν πραγματικά βαριές στο τραπέζι…σκέφτηκα.

Τετάρτη 10 Ιουνίου 2009

Βαφτισμένος στο μόβ αίμα των απόντων


Ένα σημείωμα αφημένο δίπλα σε ένα μόβ αποτύπωμα παλάμης. Έπιασα τη κόλλα και άρχισα να διαβάζω:

«Σε ένα μόβ περιβάλλον αυτοί θα είναι αόρατοι. Δίχως μάτια, δίχως αφτιά…παρόλα αυτά θα βλέπουν και θα ακούν καλύτερα από εσένα. Ετοιμάσου για αυτά που έρχονται…»

Κάτι μέσα μου…κάποιος από τους 999 φώναξε “Σταμάτα!! Σταμάτα και σκέψου είναι όλα στη φαντασία σου! Δεν υπάρχουν, θα ξυπνήσεις! Θα ξυπνήσεις σε λίγο και θα είναι ώρα να βάλεις το κουστούμι σου και να πάς δουλειά”.

Ποιο κουστούμι, ποια δουλειά? Δεν τα ήθελα όλα αυτά. Ο μόνος λόγος που μου συμβαίνουν είναι επειδή είμαι ο μόνος που θα μπορούσε να αντεπεξέλθει στο κάλεσμα αυτό. Η άλλη κάνει παρέα με τα ψάρια και ακόμα υπάρχουν αμφισβητίες ανάμεσά μας που δεν πιστεύουν στο σκοπό μας. Πόσο πιο σοβαρά πρέπει να δράσω για να επιβάλω πειθαρχία?

Το μήνυμα ήταν σαφές. Δε προσπαθούσε να μας φοβίσει, απλώς να μας προειδοποιήσει. Χωρίς να χαραμίσω ούτε λεπτό για να βρώ ποιος το άφησε, έτρεξα να μαζέψω πόρους. Χωρίς σχέδιο, χωρίς προετοιμασία, μόνο με μία γενική αίσθηση του τι χρειαζόμουν.

Δε χρειαζόμαστε αυτιά και δε χρειαζόμαστε μάτια. Επίσης, πρέπει να είμαστε αόρατοι σε ένα μώβ περιβάλλον. Ένα-ένα τα κομμάτια θα ταιριάξουν.

Θα έπρεπε να βρούμε αισθητήρια όργανα από ένα είδος αρχαιότερο από τον άνθρωπο. Ένα είδος που δεν κάνει εκτεταμένη χρήση της όρασης. Το πρώτο πράμα που σκεφτήκαμε ήταν οι τυφλοπόντικες. Με μάτια καλυμμένα από δέρμα, τους είναι άχρηστα, παρόλα αυτά βρίσκουν το δρόμο τους σκάβοντας μεσ’ τη νύχτα, κάτω από το έδαφος (χωρίς φακό).
Μετά από λίγη έρευνα διαπιστώσαμε ότι αυτά τα τρωκτικά δεν έχουν κάποια όργανα που να αντικαθιστούν την όραση. Απλά κρύβονται. Αξιολύπητα όντα. Εμείς χρειαζόμαστε τα μέσα των αληθινών κυνηγών.

Καποιος από τους 999 πρέπει να είχε μεγάλο ενδιαφέρον για τη φυσική ιστορία και τη ζωολογία, γιατί ποτέ δε κατάλαβα από πού ήρθε η ιδέα του καρχαρία. Οι καρχαρίες έχουν μεγάλο βαθμό μυωπίας, στα 10 μέτρα είναι σχεδόν τυφλοί. Προσανατολίζονται χρησιμοποιώντας την όσφρηση και τα ampullae of Lorenzini. Ειδικά όργανα εντοπισμού ηλεκτρικών πεδίων, αγγεία μέσα στα οποία ρέει οργανικό ζελέ. Ακόμα και η τριβή που προκαλεί το αίμα που κυλάει στις φλέβες ενός ανθρώπου μεσ’ την θάλασσα προκαλεί την εμφάνιση ηλεκτρικών πεδίων, αρκετή για να οδηγήσει στον εντοπισμό του από έναν Μεγάλο Λευκό.

Λίστα με τα απαραίτητα:
1) Ένα δυνατό σώμα: για φορέα
2) Τα amplullae of Lorenzini: για αισθητήρια όργανα
3) Έναν καινοτόμο χειρούργο χωρίς συμβατική δεοντολογία: για να δημιουργήσει τον στρατιώτη.
4) Έναν μελετητή γενετικής με πρόσβαση σε τεχνικά μέσα: για να κλωνοποιήσει το στρατιώτη.

Απαγωγή 1
Σε ένα γυμναστήριο στα νότια προάστεια. Ένας νέος περίπου 120 κιλά μυών και διατροφικών συμπληρωμάτων ήταν επαρκής. Τον ακολούθησα για 20 λεπτά στα σκοτεινά σοκάκια της περιοχής. Ένα χτύπημα με σιδερολοστό στο κεφάλι. Μισή ώρα αργότερα, τον είχα δεμένο στο υπόγειο…

“Λύσε με μπάσταρδε και θα σου δείξω…ήδη θα με ψάχνουν φίλοι και γνωστοί…όταν λυθώ θα σου…”

Άλλη μία με το λοστό στη μούρη τον έκανε να σωπάσει.

και ούτε που φανταζόταν τι τον περίμενε.

Θα τον ονομάσουμε Αβενήρ. Παρμένο από την Παλαιά Διαθήκη, ήταν ο αρχιστράτηγος των δυνάμεων του πρώτου Βασιλέως του Ισραήλ Σαούλ. Στο μώβ σκηνικό που οι κόσμοι θα συγκρουσθούν θα οδηγήσει τα στρατεύματα. Θα το κάνει με βαθιά πίστη και θα φέρει αποτελέσματα. Βαφτισμένος στο μοβ αίμα των απόντων.

Απαγωγή 2.
Δυο αγγειοχειρούργοι που έγιναν γνωστοί από το επιστημονικό τους άρθρο για τη μεταμόσχευση προσώπου. Συμμετείχαν σε επέμβαση στη Γαλλία το 2005 όταν κάποιοι ασθενείς με βαριές παραμορφώσεις υπεβλήθησαν σε αυτή την διαδικασία.

Για κάποιο λόγο πάντα αμφισβητούσα την ηθική/δεοντολογία των χειρούργων. Δεν οφείλεται σε κάποια προσωπική μου εμπειρία, απλά αυτό θέλω να πιστέψω αυτή τη στιγμή. Αν πεισθούν για τη σημασία της αποστολής πιστεύω πως θα κάνουν οτιδήποτε. Όσο για το αν θα ήταν οι αρμόδιοι για ένα τέτοιο εγχείρημα, αναρωτιέμαι: υπάρχουν αρμόδιοι για μεταμόσχευση και εφαρμογή αισθητηρίων οργάνων από καρχαρία σε άνθρωπο?

Με λίγο ψάξιμο εντόπισα ότι εκτελούν επεμβάσεις σε γνωστό νοσοκομείο της πρωτεύουσας και παραδίδουν σεμινάρια στο Π. Ψυχικό. Θα τους ονομάσουμε Μένγκελους. Κατά τον γνωστό “Άγγελο του Θανάτου” του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Κυριακή 17 Μαΐου 2009

Επίθεση από κάτι μώβ...


...αναζητώντας την παρέα περαστικών και τη συμπάθεια των αγνώστων. Παλιά…όχι πιά...όχι εμείς.


Ποτέ δεν ήμουν πρόθυμος να συγχωρέσω...γιατί βαθιά μέσα μου γνώριζα ότι βαθιά μέσα τους γνώριζαν τι είναι καλό και τι είναι κακό. Είχα τόσα να κρύψω, τόσα να καταπιώ … τουλάχιστον άλλες 999 εκδόσεις του εαυτού μου να θάψω!... Περιμένοντας την ημέρα που η μοίρα θα τους χτυπούσε χωρίς έλεος, με ασθένεια, με μιζέρια, με ένα απρόσμενο τέλος… τα χρόνια πέρασαν, αυτοί βασίλεψαν και εγώ παράκμασα. Τα σημάδια μαζεύονταν και η ώρα είχε φτάσει. Όλοι χρειάζονται λίγη καθοδήγηση…και αυτή τη φορά ήμουν έτοιμος να τους τη δώσω.

Αυτό που ξέχασα όμως να πώ είναι ότι Έχουμε όλοι κάτι κοινό… εγώ και οι άλλοι 999 καλωσορίζουμε τη θεωρία της εξέλιξης των ειδών… και όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν, τη βάζουμε σε εφαρμογή.


Θυμάμαι ένα κρύο ξημέρωμα ενός κρύου χειμώνα. Τα σημάδια ήταν εκεί, εκείνη τη στιγμή που δεν έμοιαζε με καμία άλλη. Πρώτη φορά έπιασα την αλήθεια από τα μαλλιά και την έκανα να ομολογήσει. Ποιος είμαι? Τι θέλω? Πόσο θα μου στοιχίσει λίγη γεύση από κόλαση (αφού ο παράδεισος δεν είναι εφικτός)? Πόσο? Η απάντηση ήρθε από την επόμενη ερώτηση. Τι έχω να χάσω?

Στους μηδέν βαθμούς πάγωσε το μυαλό μου… άφησα τις δικαιολογίες για τους ερασιτέχνες και βούτηξα για πάντα στα βαθιά νερά της ψυχής μου… Το ρίγος στη ραχοκοκαλιά, το μουδιασμένο πρόσωπο, το τρέμουλο στα χέρια. Ακαταμάχητη αυτή η ορμή…! Δε μπορούσα να αντισταθώ και δε θα το ’θελα ούτως ή άλλως.

Το πρώτο πλάσμα που βρέθηκε μπροστά μου, ήταν η εκλεκτή. Κυρίως επειδή δεν το γνώριζε. Ένα κορμί που ορίζει τη συμμετρία της φύσης. Απαλό δέρμα, παχιές στρώσεις make up και πολύ άρωμα. Χτισμένη από τα χέρια του θεού για να εντυπωσιάζει! Πήγε να βγάλει μια κραυγή, αλλά τα χέρια μου τύλιξαν το λαιμό της. Η τελευταία της εισπνοή ήταν μια εκπνοή δική μου. Δεν άντεξα να μη τη φιλήσω. Αυτός ο λαιμός.. η τέλεια φωλιά για τα κρύα μου χέρια. Συγνώμη αλλά σε είχα ανάγκη μωρό μου.. . Ξέρω ότι κάποιος θα σε περιμένει. Σε κάποιον θα λείψεις. Να ξέρεις όμως ότι κάποια στιγμή θα βαρεθεί να περιμένει. Θα σε ξεχάσει. Σα να μην ήσουν ποτέ εκεί..

Ένιωσα μια γαλήνη μέσα μου. Ξεδιψασμένος και ήρεμος. Σε έναν κύκλο πλασμάτων που δεν ανήκουν σε κανέναν άλλο κύκλο. Υπερ-Κυνηγοί που θεμελιώνουν την ύπαρξη τους στη κορυφή της αλυσίδας κατασπαράζοντας παρείσακτους και παράσιτα. Λευκοί καρχαρίες, λύκοι των δασών και μερικοί homo sapiens. Αυτοί είμαστε… όσοι απομείναμε… και μέχρι να μας βρουν, η νύχτα θα είναι δικιά μας.

Η θεά με συνόδευσε για μία βόλτα. Η τέλεια συνοδηγός, γαλήνια, όμορφη, χωρίς όρεξη για κουβέντες. Γεμάτη ικανοποίηση θα έλεγα. … θα με περιμένει απέναντι. Κάποια στιγμή θα πάω να τη βρω και τότε θα έχω χρόνο για όλα της τα παράπονά. Μέχρι τότε όμως…

Το κορμί της ξάπλωσε στο νερό. Εύχομαι τα ψάρια να της κρατάνε παρέα. Θα περάσει καιρός μέχρι να τη βρουν. Ίσως βρουν πρώτα εμένα.


Με το πρώτο φως της ημέρας, μπήκα στο σπίτι...


Οι μεγαλύτεροί μας φόβοι είχαν βγεί αληθινοί. Μώβ αποτυπώματα πάνω στους τοίχους μαρτυρούσαν την αλήθεια. Πως το έμαθαν? Τι πήγε στραβά? Όταν συνειδητοποίησα το μέγεθος της καταστροφής σκέφτηκα μόνο ένα πράγμα:
Μπορείς να συμβιβαστείς με την ιδέα του τέλους?

Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2009

Η τραγικότητα της άτρωτης φύσης της κατσαρίδας


Κάτι στιγμές σκέφτομαι ότι αν μπορούσα να τις εκπαιδεύσω θα μου ήταν πολύ χρήσιμες. Θα τις έβαζα να μου μαγειρεύουν. Μόλις τις πλησιάσεις όμως εξαφανίζονται. Μία φορά μόνο μίλησα σε μία. Πήγαινε να χωθεί κάτω από το κρεβάτι μου και σκύβοντας τη σταμάτησα και της είπα «Για πού το βάλαμε?». Θα ορκιζόμουν ότι με κοιτούσε στα μάτια. Έμοιαζε απορημένη που της μιλάω. Σα να έχει καταλάβει ότι δεν έχουμε τίποτα κοινό, ότι ερχόμαστε από άλλα βασίλεια και ότι δεν έχω τίποτα άλλο να κάνω εκτός από αυτή τη συζήτηση μαζί της. Κούνησε τις κεραίες της και εξαφανίστηκε μεσ΄ το σκοτάδι, αφήνοντας μώβ ίχνη να φωσφορίζουν πίσω της.

Κάπου διάβασα ότι αν μπορούσες να τους αφαιρέσεις το κεφάλι με χειρουργική επέμβαση, θα επιζούσαν για πολλές μέρες. Ειρωνία…Από τη μία ο άνθρωπος, η κορυφή της τροφικής αλυσίδας, και από την άλλη ένα παράσιτο, η κατσαρίδα. Ο ένας θα έσβηνε με ένα χτύπημα στο κεφάλι και η άλλη θα επιζούσε τον αποκεφαλισμό και την πυρηνική έκρηξη.

Παρόλα αυτά, οι αποκεφαλισμένες κατσαρίδες πεθαίνουν κάποια στιγμή λόγω της ανικανότητας τους να τραφούν (κυρίως λόγω του ότι στερούνται στοματικής κοιλότητας). Δεν είναι τραγικό? Αν ο άνθρωπος έχανε το κεφάλι του, και παρόλα αυτά κατάφερνε να επιζήσει, κάποιος θα βρισκόταν να του κάνει λίγη παρέα… και έτσι ίσως να ξεπερνούσε την ανάγκη για τροφή… έτσι με την δύναμη της παγκόσμιας ανθρώπινης αγάπης. Βέβαια ο θάνατος αυτός είναι παντελώς θεωρητικός. Και ο λόγος γι’ αυτό είναι ότι αν κάποιος επιστήμονας (γιατρός) βρισκόταν διατεθειμένος να αφαιρέσει χειρουργικά το κεφάλι μίας κατσαρίδας, τότε σίγουρα θα βρισκόταν ένας άλλος (αν όχι ο ίδιος) για να τη διατηρήσει στη ζωή με ορούς. (ο ανταγωνισμός, η εξέλιξη και η διαστροφή αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ψυχοσύνθεσής του σύγχρονου ανθρώπου).